μεταβατικός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavatikos
|Transliteration C=metavatikos
|Beta Code=metabatiko/s
|Beta Code=metabatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[able to pass from one place to another]], τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον <span class="title">Placit.</span>4.8.6; <b class="b3">μ. κίνησις</b> motion [[involving change of place]], ib.4.6.1, <span class="bibl">Ph. 1.397</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.195</span>; <b class="b3">μ. ὄργανα</b> organs [[of motion]], Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν <span class="title">Placit.</span>3.13.3, cf. <span class="bibl">Ph.1.176</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>43.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[discursive]], φαντασία μ. καὶ συνθετική <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.276</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.628</span> S., <span class="title">in Ti.</span>1.244 D. Adv. -[[κῶς]] Id. <span class="title">in Prm.</span>l.c., <span class="title">in Ti.</span>1.246 D.; [[by the process of analogical]] or [[discursive reasoning]], εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.25</span>; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>100</span>; opp. [[ἀμεταβάτως]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>211</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[exchanging]], [[bartering]]: <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[the petty dealers]], dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -[[βλᾱτικόν]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Gramm., [[not reflexive]], of pronouns, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>24.15</span>. Adv. -[[κῶς]] ib.<span class="bibl">44.14</span>.</span>
|Definition=μεταβατική, μεταβατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to pass from one place to another]], τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.8.6; μ. [[κίνησις]] = [[motion]] [[involving change of place]], ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.''M.''9.195; μ. ὄργανα = organs of [[motion]], Gal.4.546. Adv. [[μεταβατικῶς]], [[κινεῖν]] ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.''in Top.''43.32.<br><span class="bld">2</span> [[discursive]], [[φαντασία]] μ. καὶ συνθετική S.E.''M.''8.276, cf. Procl.''in Prm.'' p.628 S., ''in Ti.''1.244 D. Adv. [[μεταβατικῶς]] Id. ''in Prm.''l.c., ''in Ti.''1.246 D.; [[by the process of analogical]] or [[discursive reasoning]], εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.''M.''3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.''Pr.''100; opp. [[ἀμεταβάτως]], Procl.''Inst.''211.<br><span class="bld">II</span> [[exchanging]], [[bartering]]: [[τὸ μεταβατικόν]] = [[the petty dealers]], dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. [[μεταβλατικός|μεταβλατικόν]]).<br><span class="bld">III</span> Gramm., [[not reflexive]], of pronouns, A.D.''Pron.''24.15. Adv. [[μεταβατικῶς]] ib.44.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ή, όν, zum Uebergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ή, όν, zum Übergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de gramm.</i> transitif.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετᾰβᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[передвигающий]], [[смещающий]] ([[κίνησις]] Plut.; [[δύναμις]] Sext.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[переходный]] ([[ῥῆμα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. [[κίνησις]], ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι [[αὐτόθι]] 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, [[αὐτόθι]] 315C, πρβλ. [[διαβατικός]].
|lstext='''μεταβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. [[κίνησις]], ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι [[αὐτόθι]] 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, [[αὐτόθι]] 315C, πρβλ. [[διαβατικός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de gramm.</i> transitif.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβατικός]], -ή, -όν) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να μετακινείται από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, περιοδεύων, [[αποδημητικός]]<br />(α. «μεταβατικό [[απόσπασμα]]» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά ρήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ενεργητικά ρήματα στα οποία η [[ενέργεια]] του υποκειμένου μεταβαίνει στο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αμετάβατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]] («μεταβατική [[περίοδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά στοιχεία»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που [[είναι]] περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εδώ κι [[εκεί]] σε [[αναζήτηση]] κάποιου, [[ερευνητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβατικὸν</i><br />οι μικρέμποροι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης<br />β) «μεταβατική [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] για [[αλλαγή]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβατικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταβατικῶς)<br />με μεταβατικό τρόπο, με [[μετάβαση]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα<br /><b>2.</b> με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῡμεν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> με [[σύνταξη]] μεταβατικού ρήματος, με [[μετάβαση]] της ενέργειας του υποκειμένου σε [[αντικείμενο]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβατικός]], -ή, -όν) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να μετακινείται από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, περιοδεύων, [[αποδημητικός]]<br />(α. «μεταβατικό [[απόσπασμα]]» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά ρήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ενεργητικά ρήματα στα οποία η [[ενέργεια]] του υποκειμένου μεταβαίνει στο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αμετάβατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]] («μεταβατική [[περίοδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά στοιχεία»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που [[είναι]] περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εδώ κι [[εκεί]] σε [[αναζήτηση]] κάποιου, [[ερευνητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβατικὸν</i><br />οι μικρέμποροι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης<br />β) «μεταβατική [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] για [[αλλαγή]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβατικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταβατικῶς)<br />με μεταβατικό τρόπο, με [[μετάβαση]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα<br /><b>2.</b> με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> με [[σύνταξη]] μεταβατικού ρήματος, με [[μετάβαση]] της ενέργειας του υποκειμένου σε [[αντικείμενο]].
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''μετᾰβᾰτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> передвигающий, смещающий ([[κίνησις]] Plut.; [[δύναμις]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> грам. переходный ([[ῥῆμα]]).
|trtx====[[transitive]]===
Albanian: kalimtar; Arabic: مُتَعَدٍّ‎; Armenian: անցողական; Azerbaijani: təsirli; Belarusian: пераходны; Bulgarian: преходен; Catalan: transitiu; Chinese Mandarin: 及物; Czech: přechodný; Danish: transitiv; Dutch: [[overgankelijk]], [[transitief]]; Esperanto: transitiva; Finnish: transitiivinen; French: [[transitif]]; Galician: transitivo; Georgian: გარდამავალი; German: [[transitiv]]; Greek: [[μεταβατικός]]; Ancient Greek: [[μεταβατικός]], [[ἀλλοπαθής]], [[διαβιβαστικός]]; Hungarian: tárgyas; Irish: aistreach; Italian: [[transitivo]]; Japanese: 他動; Korean: 타동(他動); Kurdish Northern Kurdish: têper, gerguhêz; Macedonian: преоден; Malayalam: സകർമ്മകക്രിയ; Mongolian: тусах; Norman: transitif; Norwegian: transitiv; Occitan: transitiu; Polish: przechodni; Portuguese: [[transitivo]]; Romanian: tranzitiv; Russian: [[переходный]]; Scottish Gaelic: aisigeach, aistreach, asdolach; Serbo-Croatian Cyrillic: прелазан, пријелазан; Roman: prélazan, prijélazan; Slovak: prechodný; Slovene: prehoden; Spanish: [[transitivo]]; Swedish: transitiv; Turkish: geçişli; Ukrainian: перехідний; Vietnamese: ngoại; Volapük: loveädik; Welsh: anghyflawn; Zazaki: ravêrdın
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταβᾰτικός Medium diacritics: μεταβατικός Low diacritics: μεταβατικός Capitals: ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metabatikós Transliteration B: metabatikos Transliteration C: metavatikos Beta Code: metabatiko/s

English (LSJ)

μεταβατική, μεταβατικόν,
A able to pass from one place to another, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον Placit.4.8.6; μ. κίνησις = motion involving change of place, ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.M.9.195; μ. ὄργανα = organs of motion, Gal.4.546. Adv. μεταβατικῶς, κινεῖν Placit.3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.in Top.43.32.
2 discursive, φαντασία μ. καὶ συνθετική S.E.M.8.276, cf. Procl.in Prm. p.628 S., in Ti.1.244 D. Adv. μεταβατικῶς Id. in Prm.l.c., in Ti.1.246 D.; by the process of analogical or discursive reasoning, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.M.3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.Pr.100; opp. ἀμεταβάτως, Procl.Inst.211.
II exchanging, bartering: τὸ μεταβατικόν = the petty dealers, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. μεταβλατικόν).
III Gramm., not reflexive, of pronouns, A.D.Pron.24.15. Adv. μεταβατικῶς ib.44.14.

German (Pape)

[Seite 144] ή, όν, zum Übergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
t. de gramm. transitif.
Étymologie: μεταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰβᾰτικός:
1 передвигающий, смещающий (κίνησις Plut.; δύναμις Sext.);
2 грам. переходный (ῥῆμα).

Greek (Liddell-Scott)

μεταβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. κίνησις, ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι αὐτόθι 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, αὐτόθι 315C, πρβλ. διαβατικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταβατικός, -ή, -όν) μεταβαίνω
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός
(α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», Πλούτ.)
2. φρ. «μεταβατικά ρήματα»
γραμμ. ενεργητικά ρήματα στα οποία η ενέργεια του υποκειμένου μεταβαίνει στο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς τα αμετάβατα
νεοελλ.
1. πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός («μεταβατική περίοδος»)
2. φρ. «μεταβατικά στοιχεία»
χημ. άλλη ονομασία της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που είναι περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης
αρχ.
1. αυτός που κινείται εδώ κι εκεί σε αναζήτηση κάποιου, ερευνητικός
2. αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταβατικὸν
οι μικρέμποροι
4. φρ. α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης
β) «μεταβατική κίνησις» — κίνηση για αλλαγή τόπου.
επίρρ...
μεταβατικώς και -ά (Α μεταβατικῶς)
με μεταβατικό τρόπο, με μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα
2. με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)
3. με σύνταξη μεταβατικού ρήματος, με μετάβαση της ενέργειας του υποκειμένου σε αντικείμενο.

Translations

transitive

Albanian: kalimtar; Arabic: مُتَعَدٍّ‎; Armenian: անցողական; Azerbaijani: təsirli; Belarusian: пераходны; Bulgarian: преходен; Catalan: transitiu; Chinese Mandarin: 及物; Czech: přechodný; Danish: transitiv; Dutch: overgankelijk, transitief; Esperanto: transitiva; Finnish: transitiivinen; French: transitif; Galician: transitivo; Georgian: გარდამავალი; German: transitiv; Greek: μεταβατικός; Ancient Greek: μεταβατικός, ἀλλοπαθής, διαβιβαστικός; Hungarian: tárgyas; Irish: aistreach; Italian: transitivo; Japanese: 他動; Korean: 타동(他動); Kurdish Northern Kurdish: têper, gerguhêz; Macedonian: преоден; Malayalam: സകർമ്മകക്രിയ; Mongolian: тусах; Norman: transitif; Norwegian: transitiv; Occitan: transitiu; Polish: przechodni; Portuguese: transitivo; Romanian: tranzitiv; Russian: переходный; Scottish Gaelic: aisigeach, aistreach, asdolach; Serbo-Croatian Cyrillic: прелазан, пријелазан; Roman: prélazan, prijélazan; Slovak: prechodný; Slovene: prehoden; Spanish: transitivo; Swedish: transitiv; Turkish: geçişli; Ukrainian: перехідний; Vietnamese: ngoại; Volapük: loveädik; Welsh: anghyflawn; Zazaki: ravêrdın