ὑπτιάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yptiazo | |Transliteration C=yptiazo | ||
|Beta Code=u(ptia/zw | |Beta Code=u(ptia/zw | ||
|Definition=(ὕπτιος) < | |Definition=([[ὕπτιος]])<br><span class="bld">A</span> [[lay oneself back]], [[fall back]], Hdn.1.4.7, Procop. ''Goth.''4.31, Eust.249.5; <b class="b3">ὑπτιάζων βόλος</b> an [[unlucky]] cast, opp. [[πρανής]], Poll.7.204.<br><span class="bld">II</span> metaph., of haughty persons, [[carry oneself with languid arrogance]], Aeschin.1.132.<br><span class="bld">2</span> to [[be supine]], [[careless]], or [[negligent]], Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, <b class="b3">ὑπτιάζων λόγος</b> [[languid]] style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.''Id.''2.1.<br><span class="bld">B</span> trans., [[bend back]], <b class="b3">ὑ. τὰς χεῖρας</b> (cf. [[ὕπτιος]] ''ΙΙ'') [[LXX]] ''Jb.''11.13:—Pass., <b class="b3">κάρα γὰρ ὑπτιάζεται</b> his head [[lies supine]], S.''Ph.''822; ὑπτιαζόμενοι [[lying on their backs]], J.''BJ''3.7.29; <b class="b3">ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο</b> the approach [[sloped gently upwards]] (cf. [[ὕπτιος]] IV), ib.5.5.6.<br><span class="bld">2</span> Pass., [[diverge]], of light rays, Phlp. ''in Mete.''21.11.<br><span class="bld">3</span> [[upset]], ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; [[relax]], [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. [[ῥωννύειν]], Id.15.461.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[make subservient]], Lyd.''Mag.''2.26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se coucher]], [[tomber à la renverse]];<br /><b>2</b> se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d'orgueil;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[jeter à la renverse]] ; <i>Pass.</i> être couché à la renverse;<br /><b>2</b> [[lier en arrière]] : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπτιος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich [[zurück]] od. [[hinten]] überbiegen, [[zurück]] od. [[rücklings]] [[überfallen]]</i>, [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται [[τόδε]] Soph. <i>Phil</i>. 811; von stolzen, <i>sich zierenden [[Menschen]], die sich [[zurückbiegen]] und in die [[Brust]] [[werfen]]</i>, κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aesch. 1.132; <i>[[sorglos]], [[nachlässig]] sein</i>, πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν Hdn. 2.8.9 und andere Spätere | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπτιάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[откидывать назад]]: [[κάρα]] ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);<br /><b class="num">2</b> [[гордо закидывать голову]] (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], | |lstext='''ὑπτιάζω''': μέλλ. -άσω· ([[ὕπτιος]])· ― [[κεῖμαι]] [[ὕπτιος]], ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων [[βόλος]], ἀτυχὴς [[βόλος]] τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ [[πρανής]], Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι [[ἄφροντις]], ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., [[κάμπτω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. [[ὕπτιος]] ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., [[κάρα]] γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ [[κεφαλή]] του κλίνει πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ [[νῶτον]], ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν [[ἄνοδος]] [[ἠρέμα]] [[προσάντης]] ὑπτίαστο (πρβλ. [[ὕπτιος]] IV) [[αὐτόθι]] 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b> | |mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑπτιάζω:''' ([[ὕπτιος]]), μέλ. <i>-άσω</i>, βρίσκομαι σε ύπτια [[θέση]], ξαπλώνομαι [[ανάσκελα]], [[περπατώ]] με το [[κεφάλι]] [[ψηλά]], σε Αισχίν. — Παθ., [[κάρα]] ὑπτιάζεται, το [[κεφάλι]] του κλίνει προς τα [[πίσω]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσω [[ὕπτιος]]<br />to [[bend]] [[oneself]] [[back]], to [[carry]] one's [[head]] [[high]], Aeschin.:—Pass., [[κάρα]] ὑπτιάζεται his [[head]] lies [[supine]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. άσω [[ὕπτιος]]<br />to [[bend]] [[oneself]] [[back]], to [[carry]] one's [[head]] [[high]], Aeschin.:—Pass., [[κάρα]] ὑπτιάζεται his [[head]] lies [[supine]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:09, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὕπτιος)
A lay oneself back, fall back, Hdn.1.4.7, Procop. Goth.4.31, Eust.249.5; ὑπτιάζων βόλος an unlucky cast, opp. πρανής, Poll.7.204.
II metaph., of haughty persons, carry oneself with languid arrogance, Aeschin.1.132.
2 to be supine, careless, or negligent, Hdn.2.12.2, etc.; πρὸς τὴν ἐπιμέλειαν Id.2.8.9; of literary style, ὑπτιάζων λόγος languid style, τὸν ὑ. λόγον ὀρθοῖ καὶ γοργὸν ποιεῖ Hermog.Id.2.1.
B trans., bend back, ὑ. τὰς χεῖρας (cf. ὕπτιος ΙΙ) LXX Jb.11.13:—Pass., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται his head lies supine, S.Ph.822; ὑπτιαζόμενοι lying on their backs, J.BJ3.7.29; ἐπ' αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο the approach sloped gently upwards (cf. ὕπτιος IV), ib.5.5.6.
2 Pass., diverge, of light rays, Phlp. in Mete.21.11.
3 upset, ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα Gal.6.593; relax, [τὸ στόμα τῆς γαστρός], opp. ῥωννύειν, Id.15.461.
II metaph., make subservient, Lyd.Mag.2.26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. 1 se coucher, tomber à la renverse;
2 se tenir renversé en arrière, avoir une attitude d'orgueil;
II. tr. 1 jeter à la renverse ; Pass. être couché à la renverse;
2 lier en arrière : τὰς χεῖρας SEPT lier les mains derrière le dos.
Étymologie: ὕπτιος.
German (Pape)
sich zurück od. hinten überbiegen, zurück od. rücklings überfallen, κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε Soph. Phil. 811; von stolzen, sich zierenden Menschen, die sich zurückbiegen und in die Brust werfen, κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aesch. 1.132; sorglos, nachlässig sein, πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν Hdn. 2.8.9 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
ὑπτιάζω:
1 откидывать назад: κάρα ὑπτιάζεται Soph. голова запрокинулась (у спящего Филоктета);
2 гордо закидывать голову (ὑπτιάζων καὶ κατασκοπούμενος ἑαυτόν Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιάζω: μέλλ. -άσω· (ὕπτιος)· ― κεῖμαι ὕπτιος, ἐξαπλώνομαι «ἀνάσκελα», ὑπὸ ἀσθενείας... ὑπτίαζεν Ἡρῳδιαν. 1. 4· «τὸ ὑπτιάζειν ἐπὶ ἀναπαύσεως λέγεται» Εὐστ. 249, 5· ὑπτιάζων βόλος, ἀτυχὴς βόλος τῶν κύβων, ἀντίθετον τῷ πρανής, Πολυδ. Ζ΄, 204. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, περιπατῶ μὲ τὴν κεφαλὴν ἐπηρμένην, Αἰσχίν. 18, 34. 2) εἶμαι ἄφροντις, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλπ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 8. Β. μεταβατ., κάμπτω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑπ. τὰς χεῖρας (πρβλ. ὕπτιος ΙΙ), Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄, 13). ― Παθητ., κάρα γὰρ ὑπτιάζεται, ἡ κεφαλή του κλίνει πρὸς τὰ ὀπίσω, Σοφ. Φιλ. 822· ὑπτιαζόμενοι, κείμενοι ὕπτιοι, ἐπὶ νῶτον, ἐξηπλωμένοι «ἀνάσκελα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλεμ. 3. 7, 29· ― ἐπὶ ναοῦ, ἐπ. αὐτὸν ἄνοδος ἠρέμα προσάντης ὑπτίαστο (πρβλ. ὕπτιος IV) αὐτόθι 5. 5, 6. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τινα ὑπεροπτικόν, Ἰώ. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 2. 26.
Greek Monolingual
ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).
Greek Monotonic
ὑπτιάζω: (ὕπτιος), μέλ. -άσω, βρίσκομαι σε ύπτια θέση, ξαπλώνομαι ανάσκελα, περπατώ με το κεφάλι ψηλά, σε Αισχίν. — Παθ., κάρα ὑπτιάζεται, το κεφάλι του κλίνει προς τα πίσω, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. άσω ὕπτιος
to bend oneself back, to carry one's head high, Aeschin.:—Pass., κάρα ὑπτιάζεται his head lies supine, Soph.