οἰοπόλος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(slb) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiopolos | |Transliteration C=oiopolos | ||
|Beta Code=oi)opo/los | |Beta Code=oi)opo/los | ||
|Definition= | |Definition=οἰοπόλον, ([[οἶος]], [[πέλομαι]]) of places,<br><span class="bld">A</span> [[lonely]], ὄρεα Od.11.574; [[χῶρος]], [[σταθμός]], Il.13.473, 19.377; of persons, [[solitary]], [[unaccompanied]], δαίμων Pi.''P.''4.28.<br><span class="bld">II</span> ([[οἶς]], -πόλος, cf. [[αἰπόλος]]) [[tending sheep]], [[Ἄρτεμις]] Id.''Dith.''2.19; Ἑρμῆς ''h.Merc.''314; [[Ἀπόλλων]] [[varia lectio|v.l.]] in Coluth.309; [[θεαί]], of the [[Hesperides]], A.R.4.1322, cf. 1413; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. ''1'' is alternatively derived from [[οἶς]], [[πολέω]] (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />[[qui fait paître des brebis]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[πέλομαι]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />[[solitaire]], [[désert]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[πέλομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> ([[οἶς]]), <i>[[Schafe]] [[hütend]], [[weidend]], H.h. Merc</i>. 314, vom [[Hermes]].<br /><b class="num">2</b> ([[οἶος]]) <i>[[allein]] [[seiend]], [[einsam]]</i>; Hom. [[immer]] von [[Gegenden]], χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ <i>Il</i>. 13.473, 17.54, [[σταθμός]] 19.377, [[οὔρεα]] 24.614, wie <i>Od</i>. 11.574; Pind. auch [[δαίμων]], <i>P</i>. 4.28. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰοπόλος:''' [[οἶος]] пустынный, безлюдный ([[οὔρεα]], [[χῶρος]] Hom.).<br />[[οἶς]] пасущий овец ([[Ἑρμῆς]] HH). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰοπόλος''': -ον, (οἶς, [[πολέω]]) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· [[χῶρος]], σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· [[ἐντεῦθεν]] [[ἴσως]] προκύπτει ἡ σημασία [[μόνος]], [[ἐρημικός]], ἥτις μνημονεύεται ( | |lstext='''οἰοπόλος''': -ον, (οἶς, [[πολέω]]) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· [[χῶρος]], σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· [[ἐντεῦθεν]] [[ἴσως]] προκύπτει ἡ σημασία [[μόνος]], [[ἐρημικός]], ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει [[οἰοπόλος]] [[δαίμων]], [[μόνος]], [[μονήρης]], Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, [[Ἑρμῆς]] Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· [[Ἀπόλλων]] Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[οἰοπόλος]]<br /> | |sltr=[[οἰοπόλος]] [[solitary]] “[[οἰοπόλος]] [[δαίμων]]” (P. 4.28) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[ερημικός]], απομονωμένος<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μοναχικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[ακροπόλος]].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἰοπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[ιπποπόλος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰοπόλος:''' -ον ([[οἶς]], [[πολέω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μοναχικός]], μονάχος, [[μόνος]], [[ερημικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, [[βοσκός]], [[ποιμένας]], τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=οἰο-[[πόλος]], ον, [οἶς, [[πολέω]]<br /><b class="num">I.</b> traversed by [[sheep]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[lonely]], [[solitary]], [[single]], Pind.<br /><b class="num">II.</b> act. tending [[sheep]], Hhymn. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
οἰοπόλον, (οἶος, πέλομαι) of places,
A lonely, ὄρεα Od.11.574; χῶρος, σταθμός, Il.13.473, 19.377; of persons, solitary, unaccompanied, δαίμων Pi.P.4.28.
II (οἶς, -πόλος, cf. αἰπόλος) tending sheep, Ἄρτεμις Id.Dith.2.19; Ἑρμῆς h.Merc.314; Ἀπόλλων v.l. in Coluth.309; θεαί, of the Hesperides, A.R.4.1322, cf. 1413; Πάριν οἰοπόλοισιν ἐφεδριόωντα θοώκοις Coluth.15. (Signf. 1 is alternatively derived from οἶς, πολέω (as if 'sheep-traversed') in Sch.Il.13.473.)
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui fait paître des brebis.
Étymologie: οἶς, πέλομαι.
2ος, ον :
solitaire, désert.
Étymologie: οἶος, πέλομαι.
German (Pape)
1 (οἶς), Schafe hütend, weidend, H.h. Merc. 314, vom Hermes.
2 (οἶος) allein seiend, einsam; Hom. immer von Gegenden, χώρῳ ἐν οἰοπόλῳ Il. 13.473, 17.54, σταθμός 19.377, οὔρεα 24.614, wie Od. 11.574; Pind. auch δαίμων, P. 4.28.
Russian (Dvoretsky)
οἰοπόλος: οἶος пустынный, безлюдный (οὔρεα, χῶρος Hom.).
οἶς пасущий овец (Ἑρμῆς HH).
Greek (Liddell-Scott)
οἰοπόλος: -ον, (οἶς, πολέω) ὁ ὑπὸ τῶν προβάτων πατούμενος, ὄρεα Ὀδ. Λ. 573· χῶρος, σταθμὸς Ἰλ. Ν. 473., Τ. 377· ἐντεῦθεν ἴσως προκύπτει ἡ σημασία μόνος, ἐρημικός, ἥτις μνημονεύεται (μετὰ τῆς ἑτέρας) ἐν τοῖς ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ν. 473, καὶ ἐμφαίνεται ἐν τῇ φράσει οἰοπόλος δαίμων, μόνος, μονήρης, Πινδ. Π. 4. 49. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ βόσκων πρόβατα, Ἑρμῆς Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 314· Ἀπόλλων Κόλουθ. 302. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 114 – 115.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οἰοπόλος solitary “οἰοπόλος δαίμων” (P. 4.28)
Greek Monolingual
(I)
οἰοπόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος
2. (για πρόσ.) μοναχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακροπόλος.
(II)
οἰοπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Ερμού) αυτός που βόσκει πρόβατα
2. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και τών Εσπερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ιπποπόλος.
Greek Monotonic
οἰοπόλος: -ον (οἶς, πολέω),·
I. 1. αυτός από τον οποίον διέρχονται πρόβατα (λέγεται για τα βουνά), σε Όμηρ.
2. μοναχικός, μονάχος, μόνος, ερημικός, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που φυλάει πρόβατα, βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
οἰο-πόλος, ον, [οἶς, πολέω
I. traversed by sheep, Hom.
2. lonely, solitary, single, Pind.
II. act. tending sheep, Hhymn.