εὔθυμος: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eythymos | |Transliteration C=eythymos | ||
|Beta Code=eu)/qumos | |Beta Code=eu)/qumos | ||
|Definition= | |Definition=εὔθυμον,<br><span class="bld">A</span> [[kind]], [[generous]], [[ἄναξ]] Od.14.63.<br><span class="bld">II</span> [[cheerful]], Democr.174, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.4.13 (Comp.), Pl.''Lg.''792b; <b class="b3">συμπόσια εὔθυμα</b> Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔθυμον εἰς τελευτάν Pi.''O.''5.22; of horses, [[spirited]], X.''Eq.''11.12 (Sup.); [[τὸ εὔθυμον]] = [[εὐθυμία]], Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. [[εὐθύμως]] = [[cheerfully]], [[of a good mind]], [[of a good humor]], [[happily]], [[serenely]], Batr.159, A.''Ag.'' 1592: Comp. εὐθυμότερον [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.27: Sup. εὐθυμότατα ib.3.3.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔθυμον,
A kind, generous, ἄναξ Od.14.63.
II cheerful, Democr.174, X.Cyr.6.4.13 (Comp.), Pl.Lg.792b; συμπόσια εὔθυμα Ion Eleg.1.14; φέρειν γῆρας εὔθυμον εἰς τελευτάν Pi.O.5.22; of horses, spirited, X.Eq.11.12 (Sup.); τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Plu.2.1106c, D.C.42.1. Adv. εὐθύμως = cheerfully, of a good mind, of a good humor, happily, serenely, Batr.159, A.Ag. 1592: Comp. εὐθυμότερον X.Cyr.2.2.27: Sup. εὐθυμότατα ib.3.3.12.
German (Pape)
[Seite 1070] wohlgesinnt, wohlwollend, Od. 14, 63. Gew. gutes Muthes, heiter, fröhlich, γῆρας Pind. Ol. 5, 22, ψυχή Plat. Legg. VII, 797 b; εὐθυμότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα ἰέναι, freudigeres Muthes, Xen. Cyr. 6, 4, 13; auch von Pferden, de re equ. 10, 12; τὸ εὔθυμον, der Muth, D. Cass. 42, 1; – εὔθυμόν ἐστιν εὐτυχεῖς ναίειν δόμους, es ist behaglich, angenehm, Aesch. Suppl. 937. – Adv. εὐθύμως, freudig, heiter, κρεουργὸν ἦμαρ εὐθ. ἄγειν Aesch. Ag. 1574; εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι Plat. Ax. 365 b; mit freudigem Muthe, τοὺς κινδύνους φέρειν Xen. Cyr. 8, 4, 14, öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a bon cœur, généreux;
2 qui a bon courage, plein de courage, plein de confiance, d'ardeur ; τὸ εὔθυμον c. εὐθυμία;
Cp. εὐθυμότερος.
Étymologie: εὖ, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
εὔθῡμος:
1 благосклонный, доброжелательный (ἄναξ Hom.);
2 пребывающий в веселом настроении, радующийся, довольный (γὴρας Pind.; ἵππος Xen.; ψυχή Plat.);
3 веселый, радостный (συμπόσιον Plat.): εὔθυμον τὸν χρόνον διάγειν Plut. весело проводить время.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθῡμος: -ον, ἀγαθός, εὐμενής, ἄναξ Ὀδ. Ξ. 63. II. φαιδρός, πλήρης χαρᾶς, εὔθυμος, Πινδ. Ο. 5. 51, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 13, Πλάτ. Νόμ. 792B· συμπόσιον εὔθ. Ἴων 1. 14 Bgk., πρβλ. ἔκθυμος: - ἐπὶ ἵππων, θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 11. 12: - τὸ εὔθυμον = εὐθυμία, Πλούτ. 2. 1106C, Δίων Κ. 21. 1 - Ἐπίρρ. -μως, μετ’ εὐθυμίας, φαιδρῶς, Βατραχομ. 159, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1592, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12. - Συγκρ. -ότερον αὐτόθι 2. 2, 27: Ὑπερθ. -ότατα αὐτόθι 3. 3, 12.
English (Slater)
εὔθῡμος, -ον cheerful φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22)
English (Strong)
from εὖ and θυμός; in fine spirits, i.e. cheerful: of good cheer, the more cheerfully.
English (Thayer)
(εὐθύμως) adverb (Aeschylus, Xenophon, others), cheerfully: L T Tr WH, for εὐθυμότερον the more confidently.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος
μσν.
γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αγαθός, ευμενής («εὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)
2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμον
η ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].
Greek Monotonic
εὔθῡμος: -ον, I. αγαθός, μεγαλόψυχος, ευμενής, σε Ομήρ. Οδ.
II. φαιδρός, γεμάτος χαρά, χαρωπός, εύθυμος, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, νευρώδης, ζωηρός, στον ίδ.· επίρρ. -μως, εύθυμα, φαιδρά, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-θῡμος, ον
I. bountiful, generous, Od.
II. of good cheer, cheerful, in good spirits, Xen.:—of horses, spirited, Xen.;—adv. -μως, cheerfully, Aesch., Xen.
Chinese
原文音譯:eÜqumoj 由-替摩士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:好-感覺 似的
字義溯源:歡悅的,鼓起勇氣,樂意,放心;由(εὖ / εὖγε)=好)與(θυμός)=熱情)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=獻祭)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 放心(1) 徒27:36;
2) 樂意(1) 徒24:10
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό εὖ + θυμός.
Παράγωγα: εὐθυμία, εὐθυμέω, εὐθυμητέον.