παγκρατιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pagkratiastikos
|Transliteration C=pagkratiastikos
|Beta Code=pagkratiastiko/s
|Beta Code=pagkratiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for the [[pankration]] ([[παγκράτιον]]), ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span> 272a</span>. Adv. [[παγκρατιαστικῶς]] <span class="bibl">Poll.3.150</span>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[skilled in the pankration]], ὁ [[θλίβειν]] καὶ [[κατέχειν]] δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1361b26</span>, cf. Gal. 6.158.</span>
|Definition=παγκρατιαστική, παγκρατιαστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for the [[pankration]] ([[παγκράτιον]]), ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη Pl.''Euthd.'' 272a. Adv. [[παγκρατιαστικῶς]] Poll.3.150, Sch.Pi.''N.''3.27.<br><span class="bld">II</span> [[skilled in the pankration]], ὁ [[θλίβειν]] καὶ [[κατέχειν]] δυνάμενος, [[παλαιστικός]]· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.''Rh.''1361b26, cf. Gal. 6.158.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιαστικός Medium diacritics: παγκρατιαστικός Low diacritics: παγκρατιαστικός Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pankratiastikós Transliteration B: pankratiastikos Transliteration C: pagkratiastikos Beta Code: pagkratiastiko/s

English (LSJ)

παγκρατιαστική, παγκρατιαστικόν,
A of or for the pankration (παγκράτιον), ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη Pl.Euthd. 272a. Adv. παγκρατιαστικῶς Poll.3.150, Sch.Pi.N.3.27.
II skilled in the pankration, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh.1361b26, cf. Gal. 6.158.

German (Pape)

[Seite 436] ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui lutte ou s'exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιαστικός:
I 3 относящийся к всеборью (τέχνη Plat.).
IIпанкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παγκράτιον (ἴδε παγκράτιον), ἡ παγκρ. τέχνη, ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ τέχνη, Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παγκράτιον. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27.

Greek Monolingual

παγκρατιαστικός, -ή, -όν (Α) παγκρατιαστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.)
2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής.
επίρρ...
παγκρατιαστικῶς (Α)
με την παγκρατιαστική τέχνη.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο παγκράτιον, ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη, η επιδεξιότητα στο παγκράτιο, σε Πλάτ.
II. δεινός, επιτήδειος στο παγκράτιον, σε Αριστ.

Middle Liddell

παγκρᾰτιαστικός, ή, όν [from παγκρᾰτιάζω]
I. of or for the παγκράτιον, ἡ παγκ. τέχνη the pancratiast's art, Plat.
II. skilled in the παγκράτιον, Arist.