προτακτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protaktikos
|Transliteration C=protaktikos
|Beta Code=protaktiko/s
|Beta Code=protaktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">used as prefix</b>, φωνήεντα <span class="bibl">D.T.631.7</span>; <b class="b3">στοιχεῖα, συλλαβή</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>7.5</span>,<span class="bibl">7</span>; <b class="b3">σύνδεσμος</b>, opp. <b class="b3">ὑποτακτικός</b>, ib.<span class="bibl">306.6</span>; <b class="b3">ἄρθρον π</b>. the <b class="b2">prepositive</b> article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. <span class="title">Synt.</span>306.15; π. θέσις <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>180.7</span>. Adv. προ-κῶς, opp. <b class="b3">ὑποτακτικῶς</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>227.15</span>, cf.<span class="bibl">Syrian.<span class="title">in Metaph.</span>164.22</span>.</span>
|Definition=προτακτική, προτακτικόν, [[used as prefix]], φωνήεντα D.T.631.7; [[στοιχεῖα]], [[συλλαβή]], A.D.''Synt.''7.5,7; [[σύνδεσμος]], opp. [[ὑποτακτικός]], ib.306.6; <b class="b3">ἄρθρον π.</b> the [[prepositive]] article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. ''Synt.''306.15; π. θέσις A.D.''Adv.''180.7. Adv. [[προτακτκῶς]], opp. [[ὑποτακτικῶς]], Id.''Synt.''227.15, cf.Syrian.''in Metaph.''164.22.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0790.png Seite 790]] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; [[ἄρθρον]] προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.
}}
{{bailly
|btext=ή, ον :<br />qu'on place devant ; <i>t. de gramm.</i> τὸ προτακτικὸν [[ἄρθρον]] l'article antéposé, <i>càd</i> l'article défini ὁ, ἡ, τό.<br />'''Étymologie:''' [[προτάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προτακτικός:''' грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ [[ἄρθρον]] προτακτικόν грамматический член.
}}
{{ls
|lstext='''προτακτικός''': -ή, -όν, ὁ προτασσόμενος, φωνήεντα (α, ε, η, ο, ω), [[διότι]] ἀποτελοῦσι τὸ πρῶτον [[γράμμα]] τῶν διφθόγγων, Διον. [[Θρᾷξ]] 631. 6· ἄρθρον προτ., τὸ προτασσόμενον ἄρθρον ὁ, ἡ, τό, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 301. ― Ἐπίρρ. προτακτικῶς Ἀπολλ. Δ. Συντ. 227. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προτακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προτάσσω]]<br /><b>1.</b> προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική [[συλλαβή]]» β. «[[προτακτικός]] [[σύνδεσμος]]» γ. «προτακτικό [[φωνήεν]]» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα προτακτικά</i><br /><b>γραμμ.</b> τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται [[μπροστά]] από ορισμένες λέξεις [[χωρίς]] να επηρεάζουν την [[κλίση]] ή να μεταβάλλουν τη [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «προτακτικά φωνήεντα»<br /><b>γραμμ.</b> τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην [[αρχή]] μιας λέξης [[χωρίς]] να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. [[βδέλλα]] [[αβδέλλα]], [[σκιά]] - [[ήσκιος]]<br />β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών [[κοινών]] ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα [[πριν]] από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. <i>αϊ</i> - Γιώργης, <i>μαστρο</i>- [[Γιάννης]], <i>μπαρμπα</i>-Πέτρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προτακτικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο προτακτικό, [[κατά]] [[πρόταξη]].
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτακτικός Medium diacritics: προτακτικός Low diacritics: προτακτικός Capitals: ΠΡΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protaktikós Transliteration B: protaktikos Transliteration C: protaktikos Beta Code: protaktiko/s

English (LSJ)

προτακτική, προτακτικόν, used as prefix, φωνήεντα D.T.631.7; στοιχεῖα, συλλαβή, A.D.Synt.7.5,7; σύνδεσμος, opp. ὑποτακτικός, ib.306.6; ἄρθρον π. the prepositive article, ὁ, ἡ, τό, Trypho ap.eund. Synt.306.15; π. θέσις A.D.Adv.180.7. Adv. προτακτκῶς, opp. ὑποτακτικῶς, Id.Synt.227.15, cf.Syrian.in Metaph.164.22.

German (Pape)

[Seite 790] ή, όν, vorausstellend, voranzusetzen, Sp.; ἄρθρον προτακτικόν, bei den Gramm., articulus praepositivus, ὁ, ἡ, τό.

French (Bailly abrégé)

ή, ον :
qu'on place devant ; t. de gramm. τὸ προτακτικὸν ἄρθρον l'article antéposé, càd l'article défini ὁ, ἡ, τό.
Étymologie: προτάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προτακτικός: грам. предшествующий, ставящийся впереди: τὸ ἄρθρον προτακτικόν грамматический член.

Greek (Liddell-Scott)

προτακτικός: -ή, -όν, ὁ προτασσόμενος, φωνήεντα (α, ε, η, ο, ω), διότι ἀποτελοῦσι τὸ πρῶτον γράμμα τῶν διφθόγγων, Διον. Θρᾷξ 631. 6· ἄρθρον προτ., τὸ προτασσόμενον ἄρθρον ὁ, ἡ, τό, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 301. ― Ἐπίρρ. προτακτικῶς Ἀπολλ. Δ. Συντ. 227. 15.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προτακτικός, -ή, -όν, ΝΑ προτάσσω
1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτακτικά
γραμμ. τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται μπροστά από ορισμένες λέξεις χωρίς να επηρεάζουν την κλίση ή να μεταβάλλουν τη σημασία τους
2. φρ. α) «προτακτικά φωνήεντα»
γραμμ. τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην αρχή μιας λέξης χωρίς να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. βδέλλα αβδέλλα, σκιά - ήσκιος
β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι της αιτιατικής τών κοινών ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα πριν από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. αϊ - Γιώργης, μαστρο- Γιάννης, μπαρμπα-Πέτρος.
επίρρ...
προτακτικῶς Α
κατά τρόπο προτακτικό, κατά πρόταξη.