μετοικεσία: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(strοng) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metoikesia | |Transliteration C=metoikesia | ||
|Beta Code=metoikesi/a | |Beta Code=metoikesi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[μετοικία]] 1, especially of the [[captivity]] of the Jews, [[LXX]] ''4 Ki.''24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος ''Ev.Matt.''1.11; also <b class="b3">πλεόνων μ.</b> 'the land o' the leal', ''AP''7.731 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als [[μέτοικος]], Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0161.png Seite 161]] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als [[μέτοικος]], Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[changement de résidence]], [[émigration]];<br /><b>2</b> [[déportation]], [[transportation]].<br />'''Étymologie:''' [[μετοικέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετοικεσία:''' ἡ [[переселение]], [[переезд]] Anth.: ἡ μ. Βαβυλῶνος NT Вавилонское пленение. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετοικεσία''': ἡ, = [[μετοικία]] Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ [[αἰχμαλωσία]] καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ. | |lstext='''μετοικεσία''': ἡ, = [[μετοικία]] Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ [[αἰχμαλωσία]] καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from a derivative of a [[compound]] of [[μετά]] and [[οἶκος]]; a [[change]] of [[abode]], i.e. ([[specially]]), [[expatriation]]: X brought, carried(-ying) [[away]] (in-)to. | |strgr=from a derivative of a [[compound]] of [[μετά]] and [[οἶκος]]; a [[change]] of [[abode]], i.e. ([[specially]]), [[expatriation]]: X brought, carried(-ying) [[away]] (in-)to. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=μετοικεσίας, ἡ (for the [[better]] [[form]] [[μετοίκησις]], from [[μετοικέω]]) (cf. Winer's Grammar, 24 (23))), a [[removal]] from [[one]] [[abode]] to [[another]], [[especially]] a [[forced]] [[removal]]: [[with]] the [[addition]] Βαβυλῶνος (on [[this]] genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian [[exile]], Sept. for גֹּלָה i. e. [[migration]], [[especially]] [[into]] [[captivity]]; of the Babylonian [[exile]], גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[μετοικεσία]] και ιων. τ. μετοικεσίη)<br /><b>1.</b> η [[μετοίκηση]], [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μετοικεσία]] τῆς Βαβυλῶνος» — η [[μεταφορά]] τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(κοινων.)</b> [[τύπος]] κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη [[μεταβολή]] της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου [[αλλά]] [[χωρίς]] [[μεταβολή]] του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για τους νεκρούς) η [[μετάσταση]] στον Άδη<br /><b>2.</b> [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετοικέτ</i>-<i>ης</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- [[πριν]] από το -<i>ι</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετοικεσία:''' ἡ, = [[μετοικία]] I, σε Ανθ.· η Έξωση ή η Αιχμαλωσία των Ιουδαίων, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μετοικεσία]], ἡ,<br />= [[μετοικία]] 1, Anth.:—the Removal or Captivity of the Jews, NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':metoikes⋯a 姆特-哀咳西阿<br />'''詞類次數''':名詞(4)<br />'''原文字根''':(以後)-家(著)<br />'''字義溯源''':更換住所,遷徙,遷到,遷至,移送,遷居,遷移;由([[μετά]])*=同,轉變)與([[οἶκος]])*=住處)組成。這字只四次用在主耶穌的家譜記錄上,說到百姓被遷到巴比倫( 太1:11,12,17,17)<br />'''出現次數''':總共(4);太(4)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 遷至(2) 太1:17; 太1:17;<br />2) 遷到(2) 太1:11; 太1:12 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = μετοικία 1, especially of the captivity of the Jews, LXX 4 Ki.24.16; ἡ μ. Βαβυλῶνος Ev.Matt.1.11; also πλεόνων μ. 'the land o' the leal', AP7.731 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 161] ἡ, das Umziehen, das Ausziehen aus einem Orte nach einem andern hin, Sp.; das Wohnen als Fremder an einem Orte, als μέτοικος, Βαβυλῶνος, Matth. 1, 11; vgl. Leon. Tar. 79 (VII, 731).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 changement de résidence, émigration;
2 déportation, transportation.
Étymologie: μετοικέω.
Russian (Dvoretsky)
μετοικεσία: ἡ переселение, переезд Anth.: ἡ μ. Βαβυλῶνος NT Вавилонское пленение.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικεσία: ἡ, = μετοικία Ι, Ἀνθ. Π. 7. 731· - ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὁ μετοικισμὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΔ΄, 16), Καιν. Διαθ.· - μετοικέσιον, τό, «τὸ ἐκ τόπου εἰς τόπον οἰκῆσαι» Ἡσύχ.
English (Strong)
from a derivative of a compound of μετά and οἶκος; a change of abode, i.e. (specially), expatriation: X brought, carried(-ying) away (in-)to.
English (Thayer)
μετοικεσίας, ἡ (for the better form μετοίκησις, from μετοικέω) (cf. Winer's Grammar, 24 (23))), a removal from one abode to another, especially a forced removal: with the addition Βαβυλῶνος (on this genitive cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.) said of the Babylonian exile, Sept. for גֹּלָה i. e. migration, especially into captivity; of the Babylonian exile, גָּלוּת, Anthol. 7,731, 6.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μετοικεσία και ιων. τ. μετοικεσίη)
1. η μετοίκηση, αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας («καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα», ΠΔ)
2. φρ. «μετοικεσία τῆς Βαβυλῶνος» — η μεταφορά τών Εβραίων στη Βαβυλώνα ως αιχμαλώτων
νεοελλ.
(κοινων.) τύπος κοινωνικής κινητικότητας που αναφέρεται στη μεταβολή της περιοχής κατοίκησης ενός ατόμου αλλά χωρίς μεταβολή του τόπου μόνιμης εγκατάστασής του
αρχ.
1. μτφ. (για τους νεκρούς) η μετάσταση στον Άδη
2. εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετοικέτ-ης (με συριστικοποίηση του -τ- πριν από το -ι-) + κατάλ. -ία].
Greek Monotonic
μετοικεσία: ἡ, = μετοικία I, σε Ανθ.· η Έξωση ή η Αιχμαλωσία των Ιουδαίων, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μετοικεσία, ἡ,
= μετοικία 1, Anth.:—the Removal or Captivity of the Jews, NTest.
Chinese
原文音譯:metoikes⋯a 姆特-哀咳西阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:(以後)-家(著)
字義溯源:更換住所,遷徙,遷到,遷至,移送,遷居,遷移;由(μετά)*=同,轉變)與(οἶκος)*=住處)組成。這字只四次用在主耶穌的家譜記錄上,說到百姓被遷到巴比倫( 太1:11,12,17,17)
出現次數:總共(4);太(4)
譯字彙編:
1) 遷至(2) 太1:17; 太1:17;
2) 遷到(2) 太1:11; 太1:12