ἀμφιδέξιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfideksios
|Transliteration C=amfideksios
|Beta Code=a)mfide/cios
|Beta Code=a)mfide/cios
|Definition=ἀμφιδέξιον,<br><span class="bld">A</span> [[ambidextrous]] (cf. [[ἀμφαρίστερος]]), Hp.''Aph.''7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.''M.''7.50), [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1134b34; = [[περιδέξιος]], Hippon.83. Adv. [[ἀμφιδεξίως]], παίζειν Polem.Hist. 45.<br><span class="bld">2</span> [[ready to take with either hand]], i.e. [[taking either of two things]], [[indifferent]], Trag.Adesp.355 (= ''Com.Adesp.''360); so <b class="b3">ἀμφιδεξίως ἔχει</b> it is [[indifferent]], A.''Fr.''266.<br><span class="bld">3</span> [[two-edged]], σίδηρος E.''Hipp.'' 780.<br><span class="bld">b</span> metaph., [[double-meaning]], [[ambiguous]], χρηστήριον Hdt. 5.92.έ, cf. Luc.''JTr.''43.<br><span class="bld">4</span> [[on either hand]], [[with both hands]], <b class="b3">ἀ. ἀκμαῖς</b> with [[both]] hands [[at once]], S.''OT''1243; ἐρείσατ'.. πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι ''OC''1112.<br><span class="bld">5</span> [[ἀμφιδέξια]], τά, [[bracelets]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: sg. [[ἀμφίδεξιν]] (sic) ''IG''3.238a.
|Definition=ἀμφιδέξιον,<br><span class="bld">A</span> [[ambidextrous]] (cf. [[ἀμφαρίστερος]]), Hp.''Aph.''7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.''M.''7.50), [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1134b34; = [[περιδέξιος]], Hippon.83. Adv. [[ἀμφιδεξίως]], παίζειν Polem.Hist. 45.<br><span class="bld">2</span> [[ready to take with either hand]], i.e. [[taking either of two things]], [[indifferent]], Trag.Adesp.355 (= ''Com.Adesp.''360); so <b class="b3">ἀμφιδεξίως ἔχει</b> it is [[indifferent]], A.''Fr.''266.<br><span class="bld">3</span> [[two-edged]], σίδηρος E.''Hipp.'' 780.<br><span class="bld">b</span> metaph., [[double-meaning]], [[ambiguous]], χρηστήριον [[Herodotus|Hdt.]] 5.92.έ, cf. Luc.''JTr.''43.<br><span class="bld">4</span> [[on either hand]], [[with both hands]], <b class="b3">ἀ. ἀκμαῖς</b> with [[both]] hands [[at once]], S.''OT''1243; ἐρείσατ'.. πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι ''OC''1112.<br><span class="bld">5</span> [[ἀμφιδέξια]], τά, [[bracelets]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: sg. [[ἀμφίδεξιν]] (sic) ''IG''3.238a.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:59, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδέξιος Medium diacritics: ἀμφιδέξιος Low diacritics: αμφιδέξιος Capitals: ΑΜΦΙΔΕΞΙΟΣ
Transliteration A: amphidéxios Transliteration B: amphidexios Transliteration C: amfideksios Beta Code: a)mfide/cios

English (LSJ)

ἀμφιδέξιον,
A ambidextrous (cf. ἀμφαρίστερος), Hp.Aph.7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.M.7.50), Arist.EN1134b34; = περιδέξιος, Hippon.83. Adv. ἀμφιδεξίως, παίζειν Polem.Hist. 45.
2 ready to take with either hand, i.e. taking either of two things, indifferent, Trag.Adesp.355 (= Com.Adesp.360); so ἀμφιδεξίως ἔχει it is indifferent, A.Fr.266.
3 two-edged, σίδηρος E.Hipp. 780.
b metaph., double-meaning, ambiguous, χρηστήριον Hdt. 5.92.έ, cf. Luc.JTr.43.
4 on either hand, with both hands, ἀ. ἀκμαῖς with both hands at once, S.OT1243; ἐρείσατ'.. πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι OC1112.
5 ἀμφιδέξια, τά, bracelets, Hsch.: sg. ἀμφίδεξιν (sic) IG3.238a.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [prob. neutr. sg. ἀμφίδεξιν IG 22.4511.24 (II d.C.)]
I de pers.
1 ambidextro, que tiene igual destreza en ambas manos ἀ. γάρ εἰμι κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων Hippon.116, γυνὴ ἀμφιδέξιος οὐ γίνεται la mujer no llega a ser ambidextra Hp.Aph.7.43 según la interpretación de Galeno, ἀμφιδεξίοις χερσί A.Fr.410, μόνον ... ἀμφιδέξιον γίνεται τῶν ἄλλων ζῴων ἄνθρωπος el hombre es el único animal en que se da el ambidextrismo Arist.HA 497b31, cf. Pol.1274b13, EN 1134b34
fig. que gusta de ambos sexos ὅπου προσῇ τὸ κάλλος, ἀμφιδέξιος Trag.Adesp.355
hermafrodita tal vez según algunos en Hp.Aph.7.43, Hsch.
2 ambos κόμην σπῶσ' ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς arrancándose la cabellera con ambas manos S.OT 1243, ἐρείσατ' ... πλευρὸν ἀμφιδέξιον estrechaos contra mis dos costados S.OC 1112.
3 yegua que pare dos gemelos, macho y hembra Hsch.
II de cosas
1 de doble filo σίδηρος E.Hipp.780
fig. de doble filo, ambiguo, equívoco χρηστήριον Hdt.5.92ε, ἔπος Luc.ITr.43, μῦθοι Hsch.
2 fig. que tiene todas las ventajas, conveniente ἐν καθαρᾷ τε καὶ ἀμφιδεξίῳ καταγωγῇ κείμενον Bas.Sel.V.Thecl.M.85.581A.
III subst. prob. neutr. quizá brazalete, IG 22.4511.24 (II a.C.).
IV adv. -ως
1 con las dos manos παίζειν Polem.Hist.45.
2 ἀμφιδεξίως ἔχει es indiferente A.Fr.244.

German (Pape)

[Seite 137] 1) auf beiden Händen rechts, beide Hände gleich gebrauchend, Arist. Eth. 5, 7; Hippocr.; sehr geschickt, χεῖρες Aesch. Tel. frg. 218; ἀμφιδεξίως ἔχει, von beiden Seiten ist es recht, frg. 244. Bei Soph. O. R. 1242 sind ἀμφιδέξιοι ἀκμαί beide Hände, wie O. C. 1114 πλευρὸν ἀμφ. beide Seiten. – 2) übh. zweiseitig, χρηστήριον, zweideutig, Her. 5, 92; σίδηρος, zweischneidig, Eur. Hipp. 780.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 adroit des deux mains, très adroit;
2 double en parl. des mains, des côtés;
3 à deux tranchants ; fig. à double sens, équivoque.
Étymologie: ἀμφί, δεξιά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδέξιος:
1 одинаково владеющий обеими руками Arst.;
2 обоюдоострый (σίδηρος Eur.);
3 двусмысленный (χρηστήριον Her.);
4 влекущий в разные стороны (τὸ κάλλος Plut.);
5 и тот и другой, оба (πλευρὸν ἀμφιδέξιον Soph.): ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. обеими руками.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδέξιος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας δεξιός, λίαν ἐπιδέξιος, ὡς τὸ περιδέξιος, Λατ. ambidexter, ἀντίθ. τῷ ἀμφαρίστερος, Ἱππῶναξ. 59, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 7, 4 καὶ ἀλλ. 2) πρόθυμος νὰ λάβῃ δι’ ἑκατέρας χειρός, ὅ. ἐ. ἕτοιμος νὰ λάβῃ εἴτε τὸ ἓν εἴτε τὸ ἄλλο ἐκ δύο πραγμάτων, ἀδιάφορος, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. 2. 34Α: οὕτως ἀμφιδεξίως ἔχει, εἶναι ἀδιάφορον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257. 3) ὡς τὸ ἀμφήκης, δίστομος, σίδηρος Εὐρ. Ἱππ. 780. β) μεταφ., ὁ δύο ἐννοίας ἔχων, ἀμφίβολος, σκοτεινός, Λατ. anceps, χρηστήριον, Ἡρόδ. 5. 92, 5. 4) = ἀμφότερος, Λατ. uterque, ἀμφ. ἀκμαῖς, διὰ τῶν δακτύλων ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, συγχρόνως, Σοφ. Ο. Τ. 1243· πλευρὸν ἀμφιδέξιον ἐμφύντε τῷ φύσαντι, ἂς προσεγγίσῃ ἑκατέρα ὑμῶν τὴν ἑαυτῆς πλευρὰν είς ἐμὲ ἑκατέρωθεν, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1112.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμφιδέξιος, -ον)
ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος)
αρχ.
1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος
2. αμφίβολος, διφορούμενος, ασαφής
3. αυτός που γίνεται και με τα δύο χέρια συγχρόνως
4. αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δέξιος < δεξιός.

Greek Monotonic

ἀμφιδέξιος: -ον, 1. αυτός που έχει δύο δεξιά χέρια, ο εξαιρετικά επιδέξιος, Λατ. ambidexter, σε Αριστ.
2. όπως το ἀμφήκης, δίστομος, δίκοπος, σε Ευρ.
3. μεταφ., δίσημος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, Λατ. anceps, χρηστήριον, σε Ηρόδ.
4. ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς, με δυο χέρια, σε Σοφ.· ἄμφ. πλευρόν, σε κάθε πλευρά, στον ίδ.

Middle Liddell


1. with two right hands, very dextrous, Lat. ambidexter, Arist.
2. like ἀμφήκης, two-edged, Eur.
3. metaph. double-meaning, ambiguous, Lat. anceps, χρηστήριον Hdt.
4. = ἀμφότερος, ἀμφ. ἀκμαῖς with both hands, Soph.; ἀμφ. πλευρόν each side, Soph.