κύκνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyknos
|Transliteration C=kyknos
|Beta Code=ku/knos
|Beta Code=ku/knos
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[swan]], [[Cycnus olor]], κύκνων δουλιχοδείρων Il.2.460, cf. Hes.''Sc.''316, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 620a, Eratosth.''Cat.''25, etc.; sacred to Apollo, Ar.''Av.''870, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 85b, Call.''Ap.''5: Com., βάτραχοι κ. Ar.''Ra.''207; κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον A.''Ag.''1444: hence, metaph., [[minstrel]], [[bard]], AP7.19 (Leon.).<br><span class="bld">II</span> kind of ship, prob. from its prow being curved like a [[swan's]] neck, Nicostr.Com. 10.<br><span class="bld">III</span> [[eyesalve]], [[eyesalve]], Gal.12.708, 759, etc. [ῡ by position in Ep.; ῠ Pi.''O.''2.82, Theoc.16.49 in pr. n. [[Κύκνος]].]
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[swan]], [[Cycnus olor]], κύκνων δουλιχοδείρων Il.2.460, cf. Hes.''Sc.''316, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 620a, Eratosth.''Cat.''25, etc.; sacred to Apollo, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''870, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 85b, Call.''Ap.''5: Com., βάτραχοι κ. Ar.''Ra.''207; κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον A.''Ag.''1444: hence, metaph., [[minstrel]], [[bard]], AP7.19 (Leon.).<br><span class="bld">II</span> kind of ship, prob. from its prow being curved like a [[swan's]] neck, Nicostr.Com. 10.<br><span class="bld">III</span> [[eyesalve]], [[eyesalve]], Gal.12.708, 759, etc. [ῡ by position in Ep.; ῠ Pi.''O.''2.82, Theoc.16.49 in pr. n. [[Κύκνος]].]
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:55, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύκνος Medium diacritics: κύκνος Low diacritics: κύκνος Capitals: ΚΥΚΝΟΣ
Transliteration A: kýknos Transliteration B: kyknos Transliteration C: kyknos Beta Code: ku/knos

English (LSJ)

ὁ,
A swan, Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Il.2.460, cf. Hes.Sc.316, Pl.R. 620a, Eratosth.Cat.25, etc.; sacred to Apollo, Ar.Av.870, Pl.Phd. 85b, Call.Ap.5: Com., βάτραχοι κ. Ar.Ra.207; κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον A.Ag.1444: hence, metaph., minstrel, bard, AP7.19 (Leon.).
II kind of ship, prob. from its prow being curved like a swan's neck, Nicostr.Com. 10.
III eyesalve, eyesalve, Gal.12.708, 759, etc. [ῡ by position in Ep.; ῠ Pi.O.2.82, Theoc.16.49 in pr. n. Κύκνος.]

German (Pape)

[Seite 1528] ὁ, der Schwan; δουλιχόδειρος Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον, wie ἀχέτας Eur. El. 151; πολιόχρως Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανθοῦσιν τρίχες Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Übertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cygne, oiseau.
Étymologie: R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύκνος -ου, ὁ zwaan.

Russian (Dvoretsky)

κύκνος: ὁ (редко Pind. и Theocr. ῠ) лебедь (δουλιχόδειρος Hom.; πολιόχρως Eur.; οἱ κύκνοι ἐπειδὰν αἴσθωνται, ὅτι δεῖ αὐτοὺς ἀποθανεῖν, τότε δὴ πλεῖστα καὶ μάλιστα ᾄδουσι Plat.).

English (Autenrieth)

swan.

Greek Monolingual

ο (AM κύκνος)
γένος χηνόμορφων πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ανατίδες («κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον γόον», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
1. κωμ. αυτός που τραγουδά κακόφωνα, κακόφωνος («βατράχων κύκνων θαυμαστά», Αριστοφ.)
2. μτφ. αοιδός, ψάλτης, υμνωδός
3. είδος πλοίου
4. ονομασία ενός κολλυρίου για τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα keuk- «λάμπω, είμαι φωτεινός» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. śocati «λάμπω» και śuk-- «φωτεινός», οπότε η αρχική σημασία του θα πρέπει να ήταν «λευκός». Τό δανείστηκε από την Ελληνική η Λατινική (πρβλ. λατ. cycnus).
ΠΑΡ. κύκνειος, κυκνίας
αρχ.
κυκνάριον, κυκνίτις
μσν.
κυκνικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυκνοκάνθαρος, κυκνόμορφος, κυκνόπτερος, κύκνοψις
αρχ.-μσν.
κυκνόθρεπτος
μσν.
κυκνογενής.

Greek Monotonic

κύκνος: ὁ, κύκνος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., από τους μύθους για τα τραγούδια του κύκνου που πεθαίνει (σε Αισχύλ., Πλάτ.), αοιδός, ραψωδός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κύκνος: ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, ἀοιδός, ψάλτης, Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε κύκνειος καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. εἶδος πλοίου, πιθ. ἐπειδὴπρῷρα αὐτοῦ ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ λαιμὸς τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. κυκνοκάνθαρος. ΙΙΙ. εἶδος ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: swan (Il.), also name of a ship, after the front-part (Nicostr. Com.), and an eye- salve, after the colour (Gal.; with κυκνάριον id., Ät., Gal.); also PN (Pi.).
Derivatives: κύκνειος belonging to Kyknos or the/a swan (Pi., S., hell.), f. -ῖτις (S., Redard Les noms grecs en -της 112); κυκνίας m. mame of a white eagle (Paus.; cf. κορακίας a.o., Chantraine Formation 94)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [597] *ḱeuk- lighten, be white
Etymology: Amply on κύκνος Thompson Birds s. v.; there also doubts on κυκνίας. Since Wood AmJPh 21, 179 as "the white one" (cf. on ἀλφός) connected with Skt. śócati lighten, glow, šuk-rá- light, hell, white. (W.-)Hofmann s. cicōnia is rather (with Berneker and H. Petersson) inclined to assume an onomatopoet. origin (cf. Russ. kykъ cry of a swan). In κύδνος κύκνος H., after Specht Ursprung 121, 204, 229 old variation k: d, we have rather a hypercorrect writing after Lat. cycnus, cygnus (C-) = κύκνος, but also for Κύδνος (Schulze Kl. Schr. 700; cf. Schwyzer 208).

Middle Liddell

κύκνος, ὁ,
a swan, Il., etc.:—metaph., from the legends of the swan's dying song (Aesch., Plat.), a minstrel, Anth.

Frisk Etymology German

κύκνος: {kúknos}
Grammar: m.
Meaning: Schwan (seit Il.), auch Ben. eines Schiffs, wohl nach dem Vorderteil (Nikostr. Kom.), und einer Augensalbe, nach der Farbe (Gal.; dazu κυκνάριον ib., Aët., Gal.); auch PN (Pi. u. a.).
Derivative: Davon κύκνειος ‘zu Kyknos od. zum Schwan gehörig’ (Pi., S., hell.), f. -ῖτις (S., Redard Les noms grecs en -της 112); κυκνίας m. N. eines weißen Adlers (Paus.; vgl. κορακίας u.a., Chantraine Formation 94)
Etymology: Ausführlich über κύκνος Thompson Birds s. v.; daselbst auch Zweifel über κυκνίας. Seit Wood AmJPh 21, 179 als "der Weiße" (vgl. zu ἀλφός) mit aind. śócati leuchten, glänzen, śuk-- licht, hell, weiß verbunden. (W.-)Hofmann s. cicōnia neigt eher (mit Berneker und H. Petersson) zu onomatopoetischem Ursprung (vgl. russ. kykъ Schwanengeschrei). In κύδνος· κύκνος H., nach Specht Ursprung 121, 204, 229 alter Wechsel k: d, steckt vielmehr eine hyperkorrekte Schreibung nach lat. cycnus, cygnus (C-) = κύκνος, aber auch für Κύδνος (Schulze Kl. Schr. 700; vgl. Schwyzer 208). — Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Ling. Posn. 6, 13ff.
Page 2,45-46