πολυχρόνιος: Difference between revisions
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] [[von langer Zeit]], [[lange dauernd]], [[alt]]; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυχρόνιος -ον [[[πολύς]], [[χρόνος]]] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c. | |elnltext=πολυχρόνιος -ον [[[πολύς]], [[χρόνος]]] [[langdurig]]:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 09:08, 27 October 2023
English (LSJ)
πολυχρόνιον,
A of olden time, ancient, h.Merc. 125.
2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. πολυχρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.).
II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ πολυχρoνιώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. πολυχρoνίως dub. l. in Hp.Ep.17.
2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. πολυχρoνιώτερος Pl.Phd. 87c, Arist.HA613a25, Thphr. CP 5.18.4: Sup. πολυχρoνιώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.
Russian (Dvoretsky)
πολυχρόνιος:
1 длительный, долгий, продолжительный (ἡ μουναρχίη τοῦ Κροίσου Her.; γένος τοῦ βίου Plat.; ζωή Arst.; ἀποδημία Plut.);
2 долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.).
Greek Monolingual
-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος
2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιος («μέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)
3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ
4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)
(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων
μσν.
λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.
επίρρ...
πολυχρονίως Α
για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυχρόνιος.
Greek Monotonic
πολυχρόνιος: -ον, I. αυτός που ζει πολύ, αυτός που ανήκει σε παλιά εποχή, αρχαίος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.
II. αυτός που διαρκεί πολύ, σε Αριστ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.
Middle Liddell
πολυ-χρόνιος, ον,
I. long-existing, of olden time, ancient, Hhymn., Hdt., Xen.
II. lasting for long, Arist.:—comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.