ἀφάνεια: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afaneia
|Transliteration C=afaneia
|Beta Code=a)fa/neia
|Beta Code=a)fa/neia
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[obscurity]], [[uncertainty]], τύχας Pi.''I.''4(3).49: metaph., <b class="b3">ἀξιώματος ἀ.</b> [[want of illustrious]] birth or rank, Th.2.37.<br><span class="bld">2</span> [[invisibility]], Dam. ''Pr.''6.<br><span class="bld">II</span> [[disappearance]], [[destruction]], A.''Ag.''384 (lyr.), Procl. ''in Prm.''p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.''Synt.''341.8.
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[obscurity]], [[uncertainty]], τύχας Pi.''I.''4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀφάνεια = [[want]] of [[illustrious]] [[birth]] or [[rank]], Th.2.37.<br><span class="bld">2</span> [[invisibility]], Dam. ''Pr.''6.<br><span class="bld">II</span> [[disappearance]], [[destruction]], A.''Ag.''384 (lyr.), Procl. ''in Prm.''p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.''Synt.''341.8.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:06, 28 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνεια Medium diacritics: ἀφάνεια Low diacritics: αφάνεια Capitals: ΑΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: apháneia Transliteration B: aphaneia Transliteration C: afaneia Beta Code: a)fa/neia

English (LSJ)

ἡ,
A obscurity, uncertainty, τύχας Pi.I.4(3).49: metaph., ἀξιώματος ἀφάνεια = want of illustrious birth or rank, Th.2.37.
2 invisibility, Dam. Pr.6.
II disappearance, destruction, A.Ag.384 (lyr.), Procl. in Prm.p.840S.—The form ἀφανία is mentioned by A.D.Synt.341.8.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφανία A.D.Synt.341.8
• Prosodia: [-φᾰ-]
I 1incertidumbre, imposibilidad de vislumbrar ἀ. τύχας ... πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι imposibilidad de vislumbrar la fortuna antes de alcanzar la meta final Pi.I.3(4).49.
2 fig. oscuridad de linaje ἀξιώματος ἀφανείᾳ por la oscuridad de su situación social Th.2.37, ὡς καὶ ἀπάτορος αὐτοῦ ὑπ' ἀφανείας ὄντος en la idea de que era huérfano por la oscuridad de su linaje D.C.76.9.4.
3 invisibilidad ἀφάνειαν καθ' ἣν ἀγνοεῖται καὶ ἀφανές ἐστι τοῖς πᾶσιν ... καθάπερ ἡ τυφλότης Dam.Pr.6.
II desaparición, destrucción οὐ γάρ ἐστιν ἔπαλξις ... ἀνδρὶ λακτίσαντι ... δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν no hay baluarte de defensa para el que derriba con el pie el altar de la justicia para su destrucción A.A.384, cf. Procl.in Prm.1072.6.

German (Pape)

[Seite 407] ἡ, Unsichtbarkeit, dah. a) Ungewißheit, τύχας Pind. I. 3, 49. – b) Untergang, Verderben, Aesch. Ag. 375. – c) ἀξιώματος, Mangel an Ansehen, thuc. 2, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 obscurité;
2 disparition, ruine, perte.
Étymologie: ἀφανής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφάνεια: (φᾰ) ἡ
1 темнота, неясность (τύχας Pind.);
2 безвестность, незнатность (ἀξιώματος Thuc.);
3 исчезновение, гибель (λακτίζειν τι εἰς ἀφάνειαν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφάνεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀφανής, τὸ μὴ φαίνεσθαι, σκότος, ἀσάφεια, Πινδ. Ι. 4. 52 (3.49)· μεταφ., ἀξιώματος ἀφ., ἔλλειψις ἐνδόξου καταγωγῆς ἤ βαθμοῦ, Θουκ. 2.37. ΙΙ. ἐξαφάνισις. παντελὴς ὄλεθρος, ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 384· - ὁ τύπος ἀφανία μνημονεύεται ὑπὸ Ἀπολλων. ἐν τῷ π. Συντάξ. σ. 341.

English (Slater)

ᾰφᾰνεια obscurity, uncertainty c. gen. ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων (I. 4.31)

Greek Monolingual

η (AM ἀφάνεια) αφανής
1. το να μη φαίνεται κανείς ή κάτι
2. έλλειψη φήμης, ασημότητα
νεοελλ.
μτφ.
1. το να έχει αποσυρθεί κανείς από την ενεργή ζωή
2. το να χάνει κανείς τη φήμη του
αρχ.
1. ασάφεια, αβεβαιότητα
2. απώλεια, εξαφάνιση.

Greek Monotonic

ἀφάνεια: ἡ,
I. αφάνεια, σκοτάδι, ασάφεια, ἀξιώματος ἀφάνεια, έλλειψη ένδοξης καταγωγής, σε Θουκ.
II. εξαφάνιση, ολοκληρωτική απώλεια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[From ἀφανής
I. obscurity, ἀξιώματος ἀφ. want of illustrious birth, Thuc.
II. disappearance, utter destruction, Aesch.