ὑπέρβιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypervios
|Transliteration C=ypervios
|Beta Code=u(pe/rbios
|Beta Code=u(pe/rbios
|Definition=ὑπέρβιον, ([[βία]])<br><span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[of overwhelming might]], Ἡρακλῆς Pi.''O.''10(11).15; [[δαῖμον]], i.e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.''Oxy.''408.28.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.''Fr.''119: neut. [[ὑπέρβιον]] as adverb, Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. [[ὑπερβίως]] = [[in a violent manner]], [[in an overbearing manner]] Sch.A.R.4.1523.
|Definition=ὑπέρβιον, ([[βία]])<br><span class="bld">A</span> [[of overwhelming strength]] or [[of overwhelming might]], Ἡρακλῆς Pi.''O.''10(11).15; [[δαῖμον]], i.e. [[Apollo]], B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.''Oxy.''408.28.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[overweening]], [[lawless]], [[wanton]], οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.''Fr.''119: neut. [[ὑπέρβιον]] as adverb, Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. [[ὑπερβίως]] = [[in a violent manner]], [[in an overbearing manner]] Sch.A.R.4.1523.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] übergewaltig, übermächtig; [[Ἡρακλῆς]] Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermütig, gewaltthätig, frevelhaft; [[οἷος]] ἐκείνου θυμὸς [[ὑπέρβιος]] Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ [[βοῦς]] ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1192.png Seite 1192]] [[übergewaltig]], [[übermächtig]]; [[Ἡρακλῆς]] Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, [[übermütig]], [[gewaltthätig]], [[frevelhaft]]; [[οἷος]] ἐκείνου θυμὸς [[ὑπέρβιος]] Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ [[βοῦς]] ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; <i>adv.</i> • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]].
|btext=ος, ον :<br />[[violent]] ; [[arrogant]], [[superbe]], [[orgueilleux]] ; <i>adv.</i> • [[ὑπέρβιον]] IL, OD [[avec violence]], [[avec arrogance]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[βία]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρβιος''': -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, [[Ἡρακλῆς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παράνομος]], [[ἄνομος]], [[βίαιος]], [[ἀκόλαστος]], οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. super-bus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. [[ὑπὲρ]] δύναμιν. [[πάνυ]] βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, [[οἷον]] [[ἄγαν]] βιαίως ἢ [[ὑπερβαλλόντως]] τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
|lstext='''ὑπέρβιος''': -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, [[Ἡρακλῆς]] Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[παράνομος]], [[ἄνομος]], [[βίαιος]], [[ἀκόλαστος]], οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. [[superbus]], ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. [[ὑπὲρ]] δύναμιν. [[πάνυ]] βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, [[οἷον]] [[ἄγαν]] βιαίως ἢ [[ὑπερβαλλόντως]] τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 07:24, 10 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρβῐος Medium diacritics: ὑπέρβιος Low diacritics: υπέρβιος Capitals: ΥΠΕΡΒΙΟΣ
Transliteration A: hypérbios Transliteration B: hyperbios Transliteration C: ypervios Beta Code: u(pe/rbios

English (LSJ)

ὑπέρβιον, (βία)
A of overwhelming strength or of overwhelming might, Ἡρακλῆς Pi.O.10(11).15; δαῖμον, i.e. Apollo, B.3.37: c. gen., πάντων ὑπέρβιος Pi.Oxy.408.28.
II mostly in bad sense, overweening, lawless, wanton, οἷος κείνου θυμὸς ὑ. Il.18.262; ὑ. ὕβριν ἔχοντες Od.1.368; ὑ. ἦτορ ἔχοντες Orph.Fr.119: neut. ὑπέρβιον as adverb, Il.17.19, Od.12.379, 14.92,95: regul. Adv. ὑπερβίως = in a violent manner, in an overbearing manner Sch.A.R.4.1523.

German (Pape)

[Seite 1192] übergewaltig, übermächtig; Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 15. im guten, aber Αὐγέας 29 im schlechten Sinne, übermütig, gewaltthätig, frevelhaft; οἷος ἐκείνου θυμὸς ὑπέρβιος Il. 18, 262; μνηστῆρες ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Od. 1, 368, u. öfter; adv. ὑπέρβιον, z. B. εὐχετάασθαι, Il. 17, 19; οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον Od. 12, 379, u. öfter; u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
violent ; arrogant, superbe, orgueilleux ; adv. • ὑπέρβιον IL, OD avec violence, avec arrogance.
Étymologie: ὑπέρ, βία.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρβιος:
1 необыкновенно могучий, непобедимый (Ἡρακλῆς Pind.);
2 безудержный, неукротимый (θυμὸς Ἀχιλλῆος Hom.);
3 дерзкий, наглый (ὕβρις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρβιος: -ον, (βία) ὁ ἔχων ὑπερβάλλουσαν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, Ἡρακλῆς Πινδ. Ο. 10 (11). 20. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, παράνομος, ἄνομος, βίαιος, ἀκόλαστος, οἷος κείνου θυμὸς ὑπ. Ἰλ. Σ. 262· ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες Ὀδ. Α. 368. - ὡσαύτως οὐδ. ὑπέρβιον ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ρ. 19, Ὀδ. Μ. 379, Ξ. 92, 95· - -βίως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ. (Δυνάμεθα πρὸς τοῦτο νὰ παραβάλωμεν τὸ Λατ. superbus, ἀλλ’ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 639). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρβιον· ὑπεράγοντα τῇ βίᾳ. ὑπὲρ δύναμιν. πάνυ βιαίως», καὶ κατὰ Σουΐδ.: «ὑπέρβιον, ὑπερβίως, οἷον ἄγαν βιαίως ἢ ὑπερβαλλόντως τῇ βίᾳ, ὑπερήφανον».

English (Autenrieth)

(βίη): violent, lawless, insolent, wanton; not in bad sense, θῦμός, ‘abrupt,’ Od. 15.212.—Adv., ὑπέρβιον, insolently.

English (Slater)

ὑπέρβιος powerful ὑπέρβιον Ἡρακλέα (O. 10.15) Αὐγέαν ὑπέρβιον (O. 10.29) ὑπέρβιος ἀνα[(?Herakles) fr. 140a. 54(28).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ δυνατός («ὑπέρβιον Ἡρακλέα», Πίνδ.)
2. υπέρμετρος, αδιάντροπος, αχαλίνωτος («ὑπέρβιον ὕβριν», Ομ. Οδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρβιον
αδιάντροπα, ασυγκράτητα.
επίρρ...
ὑπερβίως Α
ασυγκράτητα, αδιάντροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -βιος (< βία), πρβλ. ἀντί-βιος].

Greek Monotonic

ὑπέρβῐος: -ον (βία),
I. λέγεται για υπερβολική δύναμη ή ισχύ, σε Πίνδ.
II. με αρνητική σημασία, υπερφύαλος, ξιπασμένος, αλαζόνας, παράνομος, ακόλαστος, οργιώδης, σε Όμηρ.· ουδ. ὑπέρβιον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπέρ-βιος, ον, [βία]
I. of overwhelming strength or might, Pind.
II. in bad sense, overweening, lawless, wanton, Hom.:—neut. ὑπέρβιον as adv., Il.