εξελίσσω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐξελίσσω]], αττ. τ. ἐξελίττω)<br />με αλλεπάλληλες μεταβολές [[μετασχηματίζω]] [[κάτι]] («η [[βιομηχανία]] εξελίχθηκε ραγδαία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μετατρέπομαι, [[αλλάζω]] («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]] («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς | |mltxt=(Α [[ἐξελίσσω]], αττ. τ. ἐξελίττω)<br />με αλλεπάλληλες μεταβολές [[μετασχηματίζω]] [[κάτι]] («η [[βιομηχανία]] εξελίχθηκε ραγδαία»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />μετατρέπομαι, [[αλλάζω]] («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]], [[ανοίγω]] («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]] («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διηγούμαι]]<br /><b>4.</b> [[διαγράφω]], [[χαράζω]] με γρήγορη [[κίνηση]] («[[ἔνθα]] Νηρῄδων χοροί κάλλιστον [[ἴχνος]] ἐξελίσσουσι ποδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καταδιώκω]], [[κυνηγώ]] [[γύρω]] από [[κάτι]] («ὁ δ' έξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> περιστρέφομαι<br /><b>7.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[συμπληρώνω]] την [[περιφορά]] μου<br /><b>8.</b> (για λαγό) [[τρέχω]] κάνοντας ελιγμούς<br /><b>9.</b> [[αλλάζω]] δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ [[πρόσω]]», Αρρ.)<br /><b>10.</b> (για [[πλοίο]]) [[πλέω]] με ελιγμούς<br /><b>11.</b> (με αιτ. τοπ.) [[προχωρώ]] ή [[πλέω]] ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου<br /><b>12.</b> (ως στρατ. όρος) [[εκτείνω]] το [[μέτωπο]] του στρατεύματος, [[μεταβάλλω]] οποιαδήποτε [[πλευρά]] της [[φάλαγγας]] σε [[μέτωπο]]<br /><b>13.</b> (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις<br /><b>14.</b> [[προχωρώ]] παραταγμένος για [[μάχη]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>15.</b> [[απαλλάσσω]] από την [[απειλή]] εχθρικού στρατού. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
(Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω)
με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία»)
νεοελλ.
μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)
αρχ.
1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.)
2. ερμηνεύω («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα;», Ευρ.)
3. διηγούμαι
4. διαγράφω, χαράζω με γρήγορη κίνηση («ἔνθα Νηρῄδων χοροί κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδός», Ευρ.)
5. καταδιώκω, κυνηγώ γύρω από κάτι («ὁ δ' έξελίσσων παῖδα κίονος κύκλῳ», Ευρ.)
6. περιστρέφομαι
7. (για τη σελήνη) συμπληρώνω την περιφορά μου
8. (για λαγό) τρέχω κάνοντας ελιγμούς
9. αλλάζω δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω», Αρρ.)
10. (για πλοίο) πλέω με ελιγμούς
11. (με αιτ. τοπ.) προχωρώ ή πλέω ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου
12. (ως στρατ. όρος) εκτείνω το μέτωπο του στρατεύματος, μεταβάλλω οποιαδήποτε πλευρά της φάλαγγας σε μέτωπο
13. (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις
14. προχωρώ παραταγμένος για μάχη εναντίον του εχθρού
15. απαλλάσσω από την απειλή εχθρικού στρατού.