μικρολογία: Difference between revisions
ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
(25) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μῑκρολογία | ||
|Medium diacritics=μικρολογία | |Medium diacritics=μικρολογία | ||
|Low diacritics=μικρολογία | |Low diacritics=μικρολογία | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikrologia | |Transliteration C=mikrologia | ||
|Beta Code=mikrologi/a | |Beta Code=mikrologi/a | ||
|Definition=or | |Definition=or [[σμικρολογία]] (v. [[μικρός]]), ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[meanness]], [[stinginess]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''10, Plb.31.27.16.<br><span class="bld">II</span> [[pettiness]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 486a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''995a10, Plot.1.4.7; [[hair-splitting]], Isoc.13.8, etc.: pl., [[meticulous]] [[argument]]s, '[[logic]]-[[chop]]ping', Pl.''Hp.Ma.'' 304b; [[minutiae]], in Art, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25.<br><span class="bld">2</span> [[disparagement]], [[depreciating language]], Isoc.15.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ἡ, das Wesen des [[μικρολόγος]], Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ [[γλισχρότης]], Plut. Them. 5; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ἡ, das Wesen des [[μικρολόγος]], Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ [[γλισχρότης]], Plut. Them. 5; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ὕβρις]], Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[μεγαλοψυχία]], Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[σμικρολογία]];<br />ας (ἡ) :<br /><b>1</b> attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;<br /><b>2</b> [[parcimonie]], [[avarice]].<br />'''Étymologie:''' [[μικρολόγος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρολογία:''' и σμῑκρολογία ἡ<br /><b class="num">1</b> [[пристрастие к пустякам]], [[мелочность]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[пустое словопрение]] (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);<br /><b class="num">3</b> [[умаление]], [[принижение]] Isocr.;<br /><b class="num">4</b> [[скупость]], [[скаредность]] Polyb., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρολογία''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ [[ἀνόητος]] [[φλυαρία]]· [[μικρόνοια]], Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· [[γλισχρότης]], [[φειδωλία]], Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β. | |lstext='''μῑκρολογία''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ [[ἀνόητος]] [[φλυαρία]]· [[μικρόνοια]], Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· [[γλισχρότης]], [[φειδωλία]], Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />(Α [[μικρολογία]] και [[σμικρολογία]]) [[μικρολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλάει ή να ασχολείται [[κανείς]] με ασήμαντα πράγματα, ανόητη [[φλυαρία]]<br /><b>2.</b> η [[ενασχόληση]] με ασήμαντες λεπτομέρειες<br /><b>3.</b> [[σχολαστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικροπρέπεια]]<br /><b>2.</b> το να υποβιβάζει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[λόγια]] του, το να αποδίδει [[κανείς]] ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον<br /><b>3.</b> φειδωλότητα, [[φιλαργυρία]], [[τσιγγουνιά]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> ασήμαντα πράγματα. | |mltxt=η<br />(Α [[μικρολογία]] και [[σμικρολογία]]) [[μικρολόγος]]<br /><b>1.</b> το να μιλάει ή να ασχολείται [[κανείς]] με ασήμαντα πράγματα, ανόητη [[φλυαρία]]<br /><b>2.</b> η [[ενασχόληση]] με ασήμαντες λεπτομέρειες<br /><b>3.</b> [[σχολαστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μικροπρέπεια]]<br /><b>2.</b> το να υποβιβάζει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[λόγια]] του, το να αποδίδει [[κανείς]] ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον<br /><b>3.</b> φειδωλότητα, [[φιλαργυρία]], [[τσιγγουνιά]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> ασήμαντα πράγματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑκρολογία:''' ή σμικρ-, ἡ, ο [[χαρακτήρας]] του μικρολόγου, [[ματαιολογία]], [[επιπολαιότητα]], [[μικρότητα]], τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=the [[character]] of a [[μικρολόγος]], [[frivolity]]: [[pettiness]], [[meanness]], Plat., etc. [from μῑκρολόγος] | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[frivolity]], [[trifling]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[stinginess]]=== | |||
Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: [[gierigheid]]; Faroese: gírni; French: [[radinerie]]; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: [[Geiz]], [[Knauserei]]; Greek: [[τσιγκουνιά]], [[καρμιριά]], [[σφιχτοχεριά]], [[σπαγκιά]], [[ματζιριά]]; Ancient Greek: [[ἀκρίβεια]], [[ἀκριβείη]], [[ἀκριβολογία]], [[ἀμεταδοσία]], [[ἀνελευθερία]], [[ἀνελευθεριότης]], [[γλισχρία]], [[γλισχρότης]], [[εὐτέλεια]], [[εὐτελείη]], [[εὐτελίη]], [[κιμβεία]], [[κιμβικεία]], [[κιμβικία]], [[κινάβρα]], [[κνιπεία]], [[μικροδοσία]], [[μικρολογία]], [[σμικρολογία]], [[φειδωλία]]; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: [[taccagneria]], [[tirchieria]], [[avarizia]], [[grettezza]], [[pitoccheria]], [[spilorceria]]; Latin: [[avaritia]]; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: [[жадность]], [[скупость]]; Slovene: skopušnost; Spanish: [[tacañería]]; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
or σμικρολογία (v. μικρός), ἡ,
A meanness, stinginess, Thphr. Char.10, Plb.31.27.16.
II pettiness, Pl.R. 486a, Arist.Metaph.995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25.
2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕθλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Gegensatz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Gegensatz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.
French (Bailly abrégé)
ou σμικρολογία;
ας (ἡ) :
1 attention donnée à de petites choses, petitesse d'esprit;
2 parcimonie, avarice.
Étymologie: μικρολόγος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρολογία: и σμῑκρολογία ἡ
1 пристрастие к пустякам, мелочность Plut.;
2 пустое словопрение (χαίρειν ἐᾶσθαι τὰς σμικρολογίας ταύτας Plat.);
3 умаление, принижение Isocr.;
4 скупость, скаредность Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρολογία: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ μικρολόγου· ἡ ἀνόητος φλυαρία· μικρόνοια, Πλάτ. Πολ. 486Α, κτλ., ἴδε ἐν λ. ἄτοπος· γλισχρότης, φειδωλία, Θεοφρ. Χαρ. 10· ― ἐν τῷ πληθ., σμικρότητες, μηδαμινὰ πράγματα, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304Β. ΙΙ. τὸ ὑποβιβάζειν καὶ παριστάνειν τι μικρὸν διὰ τοῦ λόγου, Ἰσοκρ. 310Β.
Greek Monolingual
η
(Α μικρολογία και σμικρολογία) μικρολόγος
1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία
2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες
3. σχολαστικότητα
αρχ.
1. μικροπρέπεια
2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι με τα λόγια του, το να αποδίδει κανείς ταπεινωτικό και εξευτελιστικό χαρακτηρισμό σε κάποιον
3. φειδωλότητα, φιλαργυρία, τσιγγουνιά
4. στον πληθ. ασήμαντα πράγματα.
Greek Monotonic
μῑκρολογία: ή σμικρ-, ἡ, ο χαρακτήρας του μικρολόγου, ματαιολογία, επιπολαιότητα, μικρότητα, τσιγκουνιά, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
the character of a μικρολόγος, frivolity: pettiness, meanness, Plat., etc. [from μῑκρολόγος]
English (Woodhouse)
Translations
stinginess
Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik