ἀκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akatamachitos
|Transliteration C=akatamachitos
|Beta Code=a)katama/xhtos
|Beta Code=a)katama/xhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unconquerable]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>5.19</span>, <span class="bibl">M.Ant.8.48</span>, Men.Prot.<span class="bibl">p.4D.</span>, <span class="bibl">Ps.-Callisth.2.11</span>.</span>
|Definition=[[ἀκαταμάχητον]], [[unconquerable]], [[LXX]] ''Wi.''5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα [[LXX]] <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ [[σοφία]]) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num"></b>neutr. subst. [[τὸ ἀκαταμάχητον]] = [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unbekämpfbar]]</i>, Luc. <i>Philop</i>. 8.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαταμάχητος:''' [[непобедимый]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαταμάχητος''': -ον, [[ἀκατανίκητος]], Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.
|lstext='''ἀκαταμάχητος''': -ον, [[ἀκατανίκητος]], Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[invencible]], [[inexpugnable]] ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX <i>Sap</i>.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.135.2, τεῖχος <i>SEG</i> 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀ. [[la inquebrantabilidad]] de los mandamientos de Dios, Didym.<i>in Ps.cat</i>.118.152.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμάχητος]], -ον) [[καταμάχομαι]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο [[αήττητος]], ο [[ακατανίκητος]]<br />«ἀκαταμάχητα ὅπλα»<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν αντικρούεται<br />«ακαταμάχητα επιχειρήματα».
}}
}}
{{elru
{{elmes
|elrutext='''ἀκαταμάχητος:''' непобедимый Luc.
|esmgtx=-ον [[invencible]] de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους <b class="b3">os invoco a vosotros, sagrados, invencibles</b> P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων <b class="b3">ven junto a mí, demon invencible</b> P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα <b class="b3">para que permanezca invencible yo, fulano</b> P XIII 1023
}}
{{trml
|trtx====[[invincible]]===
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμάχητος Medium diacritics: ἀκαταμάχητος Low diacritics: ακαταμάχητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamáchētos Transliteration B: akatamachētos Transliteration C: akatamachitos Beta Code: a)katama/xhtos

English (LSJ)

ἀκαταμάχητον, unconquerable, LXX Wi.5.19, M.Ant.8.48, Men.Prot.p.4D., Ps.-Callisth.2.11.

Spanish (DGE)

-ον
invencible, inexpugnable ἀσπίδα ἀκαταμάχητον ὁσιότητα LXX Sap.5.19, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.8.48, (ἡ σοφία) ὅπλον ἐστὶν ἀκαταμάχητον Euagr.Pont.Schol.Pr.135.2, τεῖχος SEG 46.2011 (Palestina V/VI d.C.)
neutr. subst. τὸ ἀκαταμάχητον = la inquebrantabilidad de los mandamientos de Dios, Didym.in Ps.cat.118.152.

German (Pape)

unbekämpfbar, Luc. Philop. 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαταμάχητος: непобедимый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμάχητος: -ον, ἀκατανίκητος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8., Μ. Ἀντ. 8. 78.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμάχητος, -ον) καταμάχομαι
εκείνος που δεν μπορεί να καταβληθεί, ο αήττητος, ο ακατανίκητος
«ἀκαταμάχητα ὅπλα»
νεοελλ.
αυτός που δεν αντικρούεται
«ακαταμάχητα επιχειρήματα».

Léxico de magia

-ον invencible de seres superiores ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... ἁγίους, ἀκαταμαχήτους os invoco a vosotros, sagrados, invencibles P IV 1376 δεῦρό μοι, ὁ ἀ. δαίμων ven junto a mí, demon invencible P VII 963 de personas ἴνα ... ἀ. παραμένω, ἐγὼ ὁ δεῖνα para que permanezca invencible yo, fulano P XIII 1023

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний