ἀπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apolemitos
|Transliteration C=apolemitos
|Beta Code=a)pole/mhtos
|Beta Code=a)pole/mhtos
|Definition=ον, [[not warred on]], <span class="bibl">Plb.3.90.7</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.12</span>.
|Definition=ἀπολέμητον, [[not warred on]], Plb.3.90.7, Luc.''DDeor.''20.12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολέμητος]], -ον) [[πολεμώ]]<br />όποιος δεν έχει υποστεί τα [[δεινά]] του πολέμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν δέχθηκε εχθρική [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν πολέμησε<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακαταμάχητος]].
}}
{{trml
|trtx====[[invincible]]===
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: [[onoverwinnelijk]], [[onoverwinnelijke]]; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: [[invincible]]; German: [[unbesiegbar]]; Greek: [[αήττητος]], [[ακαταμάχητος]], [[ακατανίκητος]], [[ανίκητος]], [[ανυπέρβλητος]], [[απόρθητος]]; Ancient Greek: [[ἀάατος]], [[ἀγναμπτοπόλεμος]], [[ἀδάμας]], [[ἀδάματος]], [[ἀδαμής]], [[ἀδήριτος]], [[ἀήσσητος]], [[ἀήττητος]], [[ἀκαταγώνιστος]], [[ἀκαταμάχητος]], [[ἀκατανίκητος]], [[ἀκαταπολέμητος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκράτητος]], [[ἄληπτος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμεσολάβητος]], [[ἀνίκατος]], [[ἀνίκητος]], [[ἀπάλαιστος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀπεριγένητος]], [[ἀπολέμητος]], [[ἀπόλεμος]], [[ἀπόμαχος]], [[ἄπορος]], [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπτόλεμος]], [[ἀτρίακτος]], [[αὐτόλιθος]], [[ἀχείρωτος]], [[δυσανταγώνιστος]], [[δυσέλεγκτος]], [[δύσμαχος]], [[δυσνίκητος]], [[δυσπάλαιστος]], [[δυσπολέμητος]], [[κραταιός]], [[ὑπέρβιος]]; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: [[invincibile]], [[imbattibile]]; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: [[invictus]]; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: [[invencível]]; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: [[непобедимый]]; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: [[invencible]]; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний
}}
}}

Latest revision as of 23:31, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολέμητος Medium diacritics: ἀπολέμητος Low diacritics: απολέμητος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: apolémētos Transliteration B: apolemētos Transliteration C: apolemitos Beta Code: a)pole/mhtos

English (LSJ)

ἀπολέμητον, not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

Spanish (DGE)

-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.

German (Pape)

[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέμητος: не охваченный войной Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний