κατακρεουργέω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakreourgeo
|Transliteration C=katakreourgeo
|Beta Code=katakreourge/w
|Beta Code=katakreourge/w
|Definition=Ion. κατακρε-οργέω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hew in pieces, as a butcher does</b> meat, <span class="bibl">Hdt.7.181</span> (Pass.), <span class="bibl">Xanth.12</span>.</span>
|Definition=Ion. [[κατακρεοργέω]],<br><span class="bld">A</span> [[hew in pieces]], as a [[butcher]] does [[meat]], [[Herodotus|Hdt.]]7.181 (Pass.), Xanth.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατακρεουργέω''': [[κατατέμνω]] εἰς τεμάχια [[ὅπως]] [[κρεοπώλης]] ἢ ὁ [[μάγειρος]] τὸ [[κρέας]], Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα [[καταφαγεῖν]] Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ [[σῶμα]] εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.
|btext=[[κατακρεουργῶ]] :<br />[[dépecer comme de la viande]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρεουργέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=-ῶ :<br />dépecer comme de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρεουργέω]].
|elnltext=κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατακρεουργέω:''' разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]] Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.
|elrutext='''κατακρεουργέω:''' [[разрубать словно мясо]]: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]] Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατα-κρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.
|lstext='''κατακρεουργέω''': [[κατατέμνω]] εἰς τεμάχια [[ὅπως]] ὁ [[κρεοπώλης]] ἢ ὁ [[μάγειρος]] τὸ [[κρέας]], Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα [[καταφαγεῖν]] Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ [[σῶμα]] εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατακρεουργῶ]], [[κατακρεουργέω]], ιων. τ. [[κατακρεοργέω]])<br />[[φονεύω]] με πολλές μαχαιριές, [[κατασφάζω]] («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη [[ἅπας]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(σχετικά με μουσικό [[τεμάχιο]] ή λογοτεχνικό [[κείμενο]])<br />[[εκτελώ]], [[αποδίδω]] ή [[ερμηνεύω]] αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το [[ποίημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κρεουργῶ</i> «[[σφάζω]], [[πετσοκόβω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρεουργέω Medium diacritics: κατακρεουργέω Low diacritics: κατακρεουργέω Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: katakreourgéō Transliteration B: katakreourgeō Transliteration C: katakreourgeo Beta Code: katakreourge/w

English (LSJ)

Ion. κατακρεοργέω,
A hew in pieces, as a butcher does meat, Hdt.7.181 (Pass.), Xanth.12.

German (Pape)

[Seite 1356] zerhauen, zerhacken, wie der Koch das Fleisch, in kleine Kochstücke; Her. 7, 181; Xanth. bei Ath. X, 415 d.

French (Bailly abrégé)

κατακρεουργῶ :
dépecer comme de la viande.
Étymologie: κατά, κρεουργέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακρεουργέω, Ion. κατακρεοργέω, (vlees) in stukken hakken.

Russian (Dvoretsky)

κατακρεουργέω: разрубать словно мясо: ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρεουργέω: κατατέμνω εἰς τεμάχια ὅπωςκρεοπώλης ἢ ὁ μάγειρος τὸ κρέας, Ἡρόδ. 7. 181· κατακρεουργήσαντα τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα καταφαγεῖν Ξάνθ. παρ’ Ἀθην. 415D· ξίφει τὸ σῶμα εἰς πολλὰ τμήματα κατακρεουργούμενοι Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 8, 7.

Greek Monolingual

(AM κατακρεουργῶ, κατακρεουργέω, ιων. τ. κατακρεοργέω)
φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῦτο ἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο)
εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια, κακότεχνα («κατακρεούργησε το ποίημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεουργῶ «σφάζω, πετσοκόβω»].