νεμεσητός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nemesitos
|Transliteration C=nemesitos
|Beta Code=nemeshto/s
|Beta Code=nemeshto/s
|Definition=ή, όν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. <span class="bibl">Il.11.649</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[causing indignation]] or [[wrath]], [[worthy of it]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη <span class="bibl">3.410</span>, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι <span class="bibl">9.523</span>, <span class="bibl">Od.22.59</span>; οὔτοι νεμεσητόν <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1193</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>282b</span>; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sto.</span>339.12</span>; [[ν]]. ἰδεῖν <span class="bibl">Tyrt.10.26</span>; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>943e</span>; <b class="b3">νεμεσητὸν ἐὰν</b>… [[it is matter for indignation]] that... <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1387a32</span>, cf. <span class="title">IPE</span>12.34.17 (Olbia). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[retributive]], ἔπαθε πρᾶγμα ν. [[retribution]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Ages.</span>22</span>; so νεμεσητὰ παθεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>37</span>; πάθος ν. ἔπαθε <span class="bibl">Id.<span class="title">Pomp.</span>38</span>; <b class="b3">τὸ ν. ἀφοσιούμενος</b> ib.<span class="bibl">42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> [[deserving retribution]], <span class="bibl">Nic.Dam.68.9J.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[prone to wrath]], αἰδοῖος νεμεσητός <span class="bibl">Il.11.649</span>; Κύπρι νεμεσσατά <span class="bibl">Theoc.1.101</span>.</span>
|Definition=νεμεσητή, νεμεσητόν, in Hom. always [[νεμεσσητός]], exc. Il.11.649:—<br><span class="bld">A</span> [[causing indignation]] or [[wrath]], [[worthy of it]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.''Ph.''1193 (lyr.), cf. Pl.''Euthd.''282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.''Sto.''339.12; [[ν]]. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''943e; <b class="b3">νεμεσητὸν ἐὰν</b>… [[it is matter for indignation]] that... Arist.''Rh.''1387a32, cf. ''IPE''12.34.17 (Olbia).<br><span class="bld">2</span> [[retributive]], ἔπαθε πρᾶγμα ν. [[retribution]], Plu. ''Ages.''22; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.''Per.''37; πάθος ν. ἔπαθε Id.''Pomp.''38; <b class="b3">τὸ ν. ἀφοσιούμενος</b> ib.42.<br><span class="bld">b</span> [[deserving retribution]], Nic.Dam.68.9J.<br><span class="bld">II</span> Act., [[prone to wrath]], αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0239.png Seite 239]] ep. [[νεμεσσητός]], was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswerth, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' [[ὀπίσσω]] πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. [[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ [[παθεῖν]], die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben [[αἰδοῖος]] Il. 11, 649.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0239.png Seite 239]] ep. [[νεμεσσητός]], was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, [[tadelnswert]], also [[ungebührlich]]; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' [[ὀπίσσω]] πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. [[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ [[παθεῖν]], die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben [[αἰδοῖος]] Il. 11, 649.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, <i>ou en gén.</i> répréhensible;<br /><b>2</b> [[causé par la jalousie des dieux]], [[qui marque la colère]] <i>ou</i> la haine des dieux.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νεμεσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεμεσητός:''' эп. [[νεμεσσητός]], дор. νεμεσσᾱτός 3<br /><b class="num">1</b> [[достойный порицания]], [[позорный]], [[предосудительный]]: οὐ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] [[τούτου]] ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;<br /><b class="num">2</b> [[заслуженный]], [[основательный]]: [[οὔτι]] νεμεσσητὸν [[κεχολῶσθαι]] Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ [[παθεῖν]] Plut. пострадать по заслугам;<br /><b class="num">3</b> [[внушающий страх]], [[грозный]] (''[[sc.]]'' [[Ἀχιλλεύς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεμεσητός''': -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν [[ἅπαξ]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, [[ἄξιος]] ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. [[νέμεσις]] ΙΙ), [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· [[οὕτως]], οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. [[ἰδεῖν]] Τυρταῖ. 6. 26· [[ψεῦδος]] δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, [[σεβαστός]], [[αἰδοῖος]] νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «[[ἀξία]] μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.
|lstext='''νεμεσητός''': -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν [[ἅπαξ]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, [[ἄξιος]] ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. [[νέμεσις]] ΙΙ), [[οὔτι]] νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· [[οὕτως]], οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. [[ἰδεῖν]] Τυρταῖ. 6. 26· [[ψεῦδος]] δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. [[ἄξιος]] σεβασμοῦ, [[σεβαστός]], [[αἰδοῖος]] νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «[[ἀξία]] μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, <i>ou en gén.</i> répréhensible;<br /><b>2</b> causé par la jalousie des dieux, qui marque la colère <i>ou</i> la haine des dieux.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νεμεσάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεμεσητός]], επικ. τ. [[νεμεσσητός]], δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) [[νεμεσώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] και ο [[άξιος]] οργής, ο αξιοκατάκριτος, [[μεμπτός]] («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδεται, («[[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άξιος]] ανταμοιβής, ανταπόδοσης<br /><b>4.</b> αυτός του οποίου την [[αγανάκτηση]] [[πρέπει]] να φοβάται [[κανείς]], ο [[φοβερός]] («Κύπρι νεμεσσατά», <b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεμεσητῶς</i> (Μ)<br />με αξιοκατάκριτο τρόπο.
|mltxt=[[νεμεσητός]], επικ. τ. [[νεμεσσητός]], δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) [[νεμεσώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] και ο [[άξιος]] οργής, ο αξιοκατάκριτος, [[μεμπτός]] («ψεῡδός δὲ αἰδοῖ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδεται, («[[πάθος]] νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άξιος]] ανταμοιβής, ανταπόδοσης<br /><b>4.</b> αυτός του οποίου την [[αγανάκτηση]] [[πρέπει]] να φοβάται [[κανείς]], ο [[φοβερός]] («Κύπρι νεμεσσατά», <b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεμεσητῶς</i> (Μ)<br />με αξιοκατάκριτο τρόπο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεμεσητός:''' Επικ. [[νεμεσσητός]], -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] ή [[οργή]]· <i>νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη</i>, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, [[αξιοσέβαστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''νεμεσητός:''' Επικ. [[νεμεσσητός]], -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που προκαλεί [[αγανάκτηση]] ή [[οργή]]· <i>νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη</i>, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, [[αξιοσέβαστος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεμεσητός:''' эп. [[νεμεσσητός]], дор. νεμεσσᾱτός 3<br /><b class="num">1)</b> достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν [[ἕνεκα]] [[τούτου]] ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;<br /><b class="num">2)</b> [[заслуженный]], [[основательный]]: [[οὔτι]] νεμεσσητὸν [[κεχολῶσθαι]] Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ [[παθεῖν]] Plut. пострадать по заслугам;<br /><b class="num">3)</b> [[внушающий страх]], [[грозный]] (sc. [[Ἀχιλλεύς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεμεσητός]], επιξ [[νεμεσσητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> causing [[indignation]] or [[wrath]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere [[enough]] to make one [[wroth]], Il., etc.; so Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> to be regarded with awe, [[awful]], Il., Theocr.
|mdlsjtxt=[[νεμεσητός]], επιξ [[νεμεσσητός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> causing [[indignation]] or [[wrath]], νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere [[enough]] to make one [[wroth]], Il., etc.; so Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> to be regarded with awe, [[awful]], Il., Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμεσητός Medium diacritics: νεμεσητός Low diacritics: νεμεσητός Capitals: ΝΕΜΕΣΗΤΟΣ
Transliteration A: nemesētós Transliteration B: nemesētos Transliteration C: nemesitos Beta Code: nemeshto/s

English (LSJ)

νεμεσητή, νεμεσητόν, in Hom. always νεμεσσητός, exc. Il.11.649:—
A causing indignation or wrath, worthy of it, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410, etc.: c. inf., οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι 9.523, Od.22.59; οὔτοι νεμεσητόν S.Ph.1193 (lyr.), cf. Pl.Euthd.282b; οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12; ν. ἰδεῖν Tyrt.10.26; ψεῦδος δὲ… ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg.943e; νεμεσητὸν ἐὰνit is matter for indignation that... Arist.Rh.1387a32, cf. IPE12.34.17 (Olbia).
2 retributive, ἔπαθε πρᾶγμα ν. retribution, Plu. Ages.22; so νεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37; πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42.
b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J.
II Act., prone to wrath, αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649; Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101.

German (Pape)

[Seite 239] ep. νεμεσσητός, was Unwillen, Zorn, Haß, Neid nach sich zieht, was zu verargen ist, tadelnswert, also ungebührlich; νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, Il. 3, 410, dem 412 entspricht Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται; οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητόν, 19, 182; οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι, 9, 523; Od. 22, 59; οὔ τοι νεμεσητόν, Soph. Phil. 1178; einzeln auch in Prosa, οὐδὲ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν, Plat. Euthyd. 282 b, vgl. Legg. XII, 943 e, öfter; Plut. πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθεν, Pomp. 38; Agesil. 22; νεμεσητὰ παθεῖν, die Nemesis erfahren, Pericl. 37. – Auch der, vor dem man Scheu, Ehrfurcht empfindet, neben αἰδοῖος Il. 11, 649.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui mérite la colère des dieux, coupable, criminel, ou en gén. répréhensible;
2 causé par la jalousie des dieux, qui marque la colère ou la haine des dieux.
Étymologie: adj. verb. de νεμεσάω.

Russian (Dvoretsky)

νεμεσητός: эп. νεμεσσητός, дор. νεμεσσᾱτός 3
1 достойный порицания, позорный, предосудительный: οὐ νεμεσητὸν ἕνεκα τούτου ὑπηρετεῖν Plat. не зазорно (будет) потрудиться для этого;
2 заслуженный, основательный: οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Hom. не без оснований рассердиться; νεμεσητὰ παθεῖν Plut. пострадать по заслугам;
3 внушающий страх, грозный (sc. Ἀχιλλεύς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νεμεσητός: -ή, -όν, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε νεμεσσητός, πλὴν ἅπαξ (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ὁ προξενῶν ἀγανάκτησιν ἢ ὀργήν, ἄξιος ἀγανακτήσεως, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, «μεμπτὸν δ’ ἂν εἴη τοῦτό γε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 410, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. (πρβλ. νέμεσις ΙΙ), οὔτι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι Ι. 523, Ὀδ. Χ. 59· οὕτως, οὕτοι νεμεσητὸν Σοφ. Φιλ. 1193, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 282Β· ν. ἰδεῖν Τυρταῖ. 6. 26· ψεῦδος δέ... ν. κατὰ φύσιν Πλάτ. Νόμ. 943Ε· ἐὰν οὖν ἀγαθὸς ὤν μὴ τοῦ ἀρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητὸν Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 11. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Μετοχ. ΙΙ. ἄξιος σεβασμοῦ, σεβαστός, αἰδοῖος νεμεσητὸς Ἰλ. Λ. 649· Κύπρι νεμεσσατὰ (κατὰ τὸν Σχολ.: «ἀξία μέμψεως») Θεόκρ. 1. 101.

English (Autenrieth)

causing indignation, reprehensible, wrong, usually neut. as pred., Il. 3.310; w. neg., ‘no wonder,’ Il. 9.523, Od. 22.59, to be dreaded, Il. 11.649.

Greek Monolingual

νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, -ή, -όν (Α) νεμεσώ
1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῖ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.)
2. αυτός που ανταποδίδεται, («πάθος νεμεσητὸν ὑπὸ φιλοτιμίας ἔπαθε», Πλούτ.)
3. άξιος ανταμοιβής, ανταπόδοσης
4. αυτός του οποίου την αγανάκτηση πρέπει να φοβάται κανείς, ο φοβερός («Κύπρι νεμεσσατά», Θεόκρ.).
επίρρ...
νεμεσητῶς (Μ)
με αξιοκατάκριτο τρόπο.

Greek Monotonic

νεμεσητός: Επικ. νεμεσσητός, -ή, -όν,
I. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση ή οργή· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη, αυτό θα ήταν αρκετό για να εξοργίσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, σε Σοφ. κ.λπ.
II. αυτός που αντιμετωπίζεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.

Middle Liddell

νεμεσητός, επιξ νεμεσσητός, ή, όν
I. causing indignation or wrath, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 'twere enough to make one wroth, Il., etc.; so Soph., etc.
II. to be regarded with awe, awful, Il., Theocr.