εὐτονία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eftonia
|Transliteration C=eftonia
|Beta Code=eu)toni/a
|Beta Code=eu)toni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tension]], [[vigour]], [[vigor]], <span class="bibl">D.S.5.39</span>; εὐτονία σκελῶν ib.<span class="bibl">34</span>: especially in [[Stoic]] philos. (cf. [[τόνος]]), <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.146</span>, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ [[ἀτονία]] ib. <span class="bibl">3.123</span>, cf. Phld.<span class="title">Ir.</span>p.69 W.; [[εὐτονία ψυχῆς]], of [[courage]], <span class="title">Stoic.</span>3.66, cf. 73: generally, [[vigour]] of [[character]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>3</span>, <span class="bibl">2.456f</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>786ii 1</span> (ii A.D.); also, [[vigour]] of style, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Vett.Cens.</span>2.3</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.11</span>, Aps.<span class="bibl">p.282</span> H. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> Medic., [[tension]], <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Sat.Gon.</span>46</span> (pl.); also <b class="b3">μαλθακὴ εὐτονία</b> [[gentle]] [[force]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">c</span> [[elasticity]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>71.33</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[tension]], [[vigour]], [[vigor]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in [[Stoic]] philos. (cf. [[τόνος]]), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ [[ἀτονία]] ib. 3.123, cf. Phld.''Ir.''p.69 W.; [[εὐτονία ψυχῆς]], of [[courage]], ''Stoic.''3.66, cf. 73: generally, [[vigour]] of [[character]], Plu.''Phoc.''3, 2.456f, ''BGU''786ii 1 (ii A.D.); also, [[vigour]] of style, D.H.''Vett.Cens.''2.3, Hermog.''Id.''1.11, Aps.p.282 H.<br><span class="bld">b</span> Medic., [[tension]], Ruf.''Sat.Gon.''46 (pl.); also <b class="b3">μαλθακὴ εὐτονία</b> [[gentle]] [[force]], Hp.''Ep.''15.<br><span class="bld">c</span> [[elasticity]], Ph.''Bel.''71.33.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />forte tension, effort soutenu, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[forte tension]], [[effort soutenu]], [[vigueur]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Kraft]], [[Stärke]]</i>, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 [[ὄρχησις]] κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. <i>cens. vett. scriptt</i>. 2.3; <i>[[Charakterfestigkeit]]</i>, Plut.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτονία]]) [[εύτονος]]<br />[[σφρίγος]], [[ζωηρότητα]], [[δυναμικότητα]], [[ισχύς]], [[ρώμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[υγιής]] και άρτια [[κατάσταση]] τών [[μυών]] του σώματος, η σωματική [[ευεξία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[διάθεση]] για [[εργασία]] και [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο [[τόνος]], η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στην [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για χαρακτήρα) η [[σταθερότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ανεξικακία]], [[καρτερία]], [[υπομονή]]»<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[σθεναρότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ελαστικότητα]], [[ευκαμψία]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτονία]]) [[εύτονος]]<br />[[σφρίγος]], [[ζωηρότητα]], [[δυναμικότητα]], [[ισχύς]], [[ρώμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[υγιής]] και άρτια [[κατάσταση]] τών [[μυών]] του σώματος, η σωματική [[ευεξία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[διάθεση]] για [[εργασία]] και [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο [[τόνος]], η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στην [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για χαρακτήρα) η [[σταθερότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ανεξικακία]], [[καρτερία]], [[υπομονή]]»<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[σθεναρότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ελαστικότητα]], [[ευκαμψία]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Kraft]], [[Stärke]]</i>, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 [[ὄρχησις]] κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. <i>cens. vett. scriptt</i>. 2.3; <i>[[Charakterfestigkeit]]</i>, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτονία Medium diacritics: εὐτονία Low diacritics: ευτονία Capitals: ΕΥΤΟΝΙΑ
Transliteration A: eutonía Transliteration B: eutonia Transliteration C: eftonia Beta Code: eu)toni/a

English (LSJ)

ἡ,
A tension, vigour, vigor, D.S.5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐτονία ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H.
b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐτονία gentle force, Hp.Ep.15.
c elasticity, Ph.Bel.71.33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.

German (Pape)

ἡ, Kraft, Stärke, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 ὄρχησις κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. cens. vett. scriptt. 2.3; Charakterfestigkeit, Plut.

Russian (Dvoretsky)

εὐτονία:сила, напряжение, упругость (σκελῶν Diod.; πνεύματος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία· ὑπομονή».

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτονία) εύτονος
σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη
νεοελλ.
ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών του σώματος, η σωματική ευεξία
μσν.
η διάθεση για εργασία και δράση
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο τόνος, η ενεργός δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και στην ψυχή
2. (για χαρακτήρα) η σταθερότητα, η καρτερία
3. (κατά τον Ησύχ.) «ανεξικακία, καρτερία, υπομονή»
4. (για ύφος) σθεναρότητα, δύναμη
5. ελαστικότητα, ευκαμψία.