εὐτονία: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eftonia
|Transliteration C=eftonia
|Beta Code=eu)toni/a
|Beta Code=eu)toni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tension, vigour</b>, <span class="bibl">D.S.5.39</span>; <b class="b3">σκελῶν</b> ib.<span class="bibl">34</span>: esp. in Stoic philos. (cf. [[τόνος]]), <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.146</span>, etc.; <b class="b3">ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐ. καὶ ἀτονία</b> ib. <span class="bibl">3.123</span>, cf. Phld.<span class="title">Ir.</span>p.69 W.; <b class="b3">εὐ. ψυχῆς</b>, of courage, <span class="title">Stoic.</span>3.66, cf. 73: generally, <b class="b2">vigour</b> of character, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span>3</span>, <span class="bibl">2.456f</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>786ii 1</span> (ii A.D.); also, <b class="b2">vigour</b> of style, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Vett.Cens.</span>2.3</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.11</span>, Aps.<span class="bibl">p.282</span> H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> Medic., <b class="b2">tension</b>, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Sat.Gon.</span>46</span> (pl.); also <b class="b3">μαλθακὴ εὐ</b>. gentle <b class="b2">force</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">c</span> <b class="b2">elasticity</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>71.33</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[tension]], [[vigour]], [[vigor]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in [[Stoic]] philos. (cf. [[τόνος]]), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ [[ἀτονία]] ib. 3.123, cf. Phld.''Ir.''p.69 W.; [[εὐτονία ψυχῆς]], of [[courage]], ''Stoic.''3.66, cf. 73: generally, [[vigour]] of [[character]], Plu.''Phoc.''3, 2.456f, ''BGU''786ii 1 (ii A.D.); also, [[vigour]] of style, D.H.''Vett.Cens.''2.3, Hermog.''Id.''1.11, Aps.p.282 H.<br><span class="bld">b</span> Medic., [[tension]], Ruf.''Sat.Gon.''46 (pl.); also <b class="b3">μαλθακὴ εὐτονία</b> [[gentle]] [[force]], Hp.''Ep.''15.<br><span class="bld">c</span> [[elasticity]], Ph.''Bel.''71.33.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[forte tension]], [[effort soutenu]], [[vigueur]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Kraft]], [[Stärke]]</i>, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 [[ὄρχησις]] κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. <i>cens. vett. scriptt</i>. 2.3; <i>[[Charakterfestigkeit]]</i>, Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτονία:''' ἡ [[сила]], [[напряжение]], [[упругость]] (σκελῶν Diod.; πνεύματος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐτονία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ [[καλῶς]] ἐντεταμένου, [[ἔντασις]], [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[εὐκαμψία]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐτονία]]. [[ἀνεξικακία]]. [[καρτερία]]˙ [[ὑπομονή]]».
|lstext='''εὐτονία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ [[καλῶς]] ἐντεταμένου, [[ἔντασις]], [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[εὐκαμψία]], Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐτονία]]. [[ἀνεξικακία]]. [[καρτερία]]· [[ὑπομονή]]».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />forte tension, effort soutenu, vigueur.<br />'''Étymologie:''' [[εὔτονος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτονία]]) [[εύτονος]]<br />[[σφρίγος]], [[ζωηρότητα]], [[δυναμικότητα]], [[ισχύς]], [[ρώμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[υγιής]] και άρτια [[κατάσταση]] τών [[μυών]] του σώματος, η σωματική [[ευεξία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[διάθεση]] για [[εργασία]] και [[δράση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[ειδικός]] όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο [[τόνος]], η [[ενεργός]] [[δύναμη]] που ενυπάρχει στη [[φύση]] και στην [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (για χαρακτήρα) η [[σταθερότητα]], η [[καρτερία]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ανεξικακία]], [[καρτερία]], [[υπομονή]]»<br /><b>4.</b> (για ύφος) [[σθεναρότητα]], [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ελαστικότητα]], [[ευκαμψία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτονία Medium diacritics: εὐτονία Low diacritics: ευτονία Capitals: ΕΥΤΟΝΙΑ
Transliteration A: eutonía Transliteration B: eutonia Transliteration C: eftonia Beta Code: eu)toni/a

English (LSJ)

ἡ,
A tension, vigour, vigor, D.S.5.39; εὐτονία σκελῶν ib.34: especially in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.2.146, etc.; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ τόνος λέγεται ὡς εὐτονία καὶ ἀτονία ib. 3.123, cf. Phld.Ir.p.69 W.; εὐτονία ψυχῆς, of courage, Stoic.3.66, cf. 73: generally, vigour of character, Plu.Phoc.3, 2.456f, BGU786ii 1 (ii A.D.); also, vigour of style, D.H.Vett.Cens.2.3, Hermog.Id.1.11, Aps.p.282 H.
b Medic., tension, Ruf.Sat.Gon.46 (pl.); also μαλθακὴ εὐτονία gentle force, Hp.Ep.15.
c elasticity, Ph.Bel.71.33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
forte tension, effort soutenu, vigueur.
Étymologie: εὔτονος.

German (Pape)

ἡ, Kraft, Stärke, Hippocr. und Sp., wie DS. 5.34 ὄρχησις κούφη καὶ περιέχουσα πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν. Vom Styl, Dion.Hal. cens. vett. scriptt. 2.3; Charakterfestigkeit, Plut.

Russian (Dvoretsky)

εὐτονία:сила, напряжение, упругость (σκελῶν Diod.; πνεύματος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτονία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ καλῶς ἐντεταμένου, ἔντασις, ἰσχύς, ῥώμη, δύναμις, εὐκαμψία, Ἱππ. Ἐπιστ. 1277· ὄρχησίν τινα κούφην καὶ περιέχουσαν πολλὴν εὐτονίαν σκελῶν Διόδ. 5. 34· ἐπὶ ὕφους, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 2. 3· ἐπὶ χαρακτῆρος, Πλούτ. 2. 156C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐτονία. ἀνεξικακία. καρτερία· ὑπομονή».

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτονία) εύτονος
σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη
νεοελλ.
ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών του σώματος, η σωματική ευεξία
μσν.
η διάθεση για εργασία και δράση
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο τόνος, η ενεργός δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και στην ψυχή
2. (για χαρακτήρα) η σταθερότητα, η καρτερία
3. (κατά τον Ησύχ.) «ανεξικακία, καρτερία, υπομονή»
4. (για ύφος) σθεναρότητα, δύναμη
5. ελαστικότητα, ευκαμψία.