προσμειδιάω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosmeidiao | |Transliteration C=prosmeidiao | ||
|Beta Code=prosmeidia/w | |Beta Code=prosmeidia/w | ||
|Definition=[[smile upon]], τινι Plu.2.821f, etc.; [[εὑρησιλογίαις]] ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor. | |Definition=[[smile upon]], τινι Plu.2.821f, etc.; [[εὑρησιλογίαις]] ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.''Brum.''6: abs., Luc.''Merc.Cond.''7, 16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[προσμειδιῶ]] :<br />sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μειδιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[προσμειδιῶ]], [[προσμειδιάω]], ΝΜΑ [[μειδιῶ]]<br /><b>1.</b> [[χαμογελώ]] σε κάποιον με [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ευμενής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, τον επικοδιμάζω<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για την [[τύχη]]) [[ευνοώ]] («αὐτοῖς ἡ [[τύχη]] προσεμειδίασε», Χορίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[μειδίαμα]] στα χείλη, [[είμαι]] [[χαμογελαστός]]. | |mltxt=[[προσμειδιῶ]], [[προσμειδιάω]], ΝΜΑ [[μειδιῶ]]<br /><b>1.</b> [[χαμογελώ]] σε κάποιον με [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ευμενής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, τον επικοδιμάζω<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για την [[τύχη]]) [[ευνοώ]] («αὐτοῖς ἡ [[τύχη]] προσεμειδίασε», Χορίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[μειδίαμα]] στα χείλη, [[είμαι]] [[χαμογελαστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-μειδιάω toelachen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμειδιάω:''' [[улыбаться]], [[обращаться с улыбкой]] (τινι Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ. | |lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc. | |mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
smile upon, τινι Plu.2.821f, etc.; εὑρησιλογίαις ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.Brum.6: abs., Luc.Merc.Cond.7, 16.
German (Pape)
[Seite 772] anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προσμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.
French (Bailly abrégé)
προσμειδιῶ :
sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.
Étymologie: πρός, μειδιάω.
Greek Monolingual
προσμειδιῶ, προσμειδιάω, ΝΜΑ μειδιῶ
1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια
2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τον επικοδιμάζω
3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῖς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.)
αρχ.
έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μειδιάω toelachen.
Russian (Dvoretsky)
προσμειδιάω: улыбаться, обращаться с улыбкой (τινι Plut., Luc.).
Greek Monotonic
προσμειδιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσμειδιάω: μειδιῶ πρός τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
Middle Liddell
fut. άσω
to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.