φλογερός: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flogeros
|Transliteration C=flogeros
|Beta Code=flogero/s
|Beta Code=flogero/s
|Definition=ά, όν, = foreg., <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">blazing, flaming, fiery-red</b>, σέλας <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1127</span> (lyr.); αἰθήρ <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>991</span> (anap.); ἀκτῖνες <span class="bibl">A.R.4.126</span>: Comp. -ώτερον ἔγχος <span class="title">IG</span>14.2012.20 (Sulp.Max.): metaph. of love, <b class="b3">φ. πῦρ, ὀϊστός</b>, <span class="title">AP</span>5.238 (Paul.Sil.), <span class="bibl">9.443</span> (Id.).</span>
|Definition=ά, όν, = [[φλόγεος]] ([[bright as fire]], [[burning]], [[inflamed]], [[red]]), [[blazing]], [[flaming]], [[fiery-red]], [[σέλας]] E. ''Hel.'' 1127 (lyr.) ; [[αἰθήρ]] Id. ''El.'' 991 (anap.) ; ἀκτῖνες ARh. 4.126 ; Comp. φλογερώτερον [[ἔγχος]] IG 14.2012.20 (Sulp. Max.) ; ''metaph'' of [[love]], φ. [[πῦρ]], [[ὀϊστός]], ''AP'' 5.238 (Paul. Sil.), 9.443 (Id.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] = [[φλόγεος]], brennend, leuchtend, feuerroth; [[σέλας]] Eur. Hel. 1136; [[αἰθήρ]] El. 991; [[ἄστρον]] Anacr. 59, 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] = [[φλόγεος]], [[brennend]], [[leuchtend]], [[feuerrot]]; [[σέλας]] Eur. Hel. 1136; [[αἰθήρ]] El. 991; [[ἄστρον]] Anacr. 59, 36.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[enflammé]], [[ardent]], [[resplendissant]].<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλογερός:''' Anacr., Eur., Anth. = [[φλόγεος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογερός''': -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, [[πυρώδης]], ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], [[σέλας]] Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.
|lstext='''φλογερός''': -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, [[πυρώδης]], ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], [[σέλας]] Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />enflammé, ardent, resplendissant.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλογερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει [[φλόγα]], που καίει, [[καυτερός]] (α. «φλογερό [[καμίνι]]» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[συναίσθημα]]) πολύ [[έντονος]], [[παράφορος]] (α. «[[φλογερός]] [[έρωτας]]» β. «[[φλογερός]] [[πατριωτισμός]]» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς [[μένος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φλόγας, [[ερυθρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] ή φως («φλογερὸν [[ἄστρον]]», Ανακρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φλογερώς]] και <i>φλογερά</i> Ν<br /><b>1.</b> με φλογερό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπαθώς]], διακαώς («αγαπάει φλογερά τη [[μνηστή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[φλογερός]], -ά, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει [[φλόγα]], που καίει, [[καυτερός]] (α. «φλογερό [[καμίνι]]» β. «φλογεραὶ ἀκτῖνες», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[συναίσθημα]]) πολύ [[έντονος]], [[παράφορος]] (α. «[[φλογερός]] [[έρωτας]]» β. «[[φλογερός]] [[πατριωτισμός]]» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς [[μένος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φλόγας, [[ερυθρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που εκπέμπει [[λάμψη]] ή φως («φλογερὸν [[ἄστρον]]», Ανακρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φλογερώς]] και <i>φλογερά</i> Ν<br /><b>1.</b> με φλογερό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπαθώς]], διακαώς («αγαπάει φλογερά τη [[μνηστή]] του»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[τρυφερός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλογερός:''' -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, [[φλογερός]], [[κόκκινος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φλογερός:''' -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, [[φλογερός]], [[κόκκινος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογερός:''' Anacr., Eur., Anth. = [[φλόγεος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλογερός]], ή, όν [[φλόξ]]<br />[[flaming]], [[fiery]]-red, Eur.
|mdlsjtxt=[[φλογερός]], ή, όν [[φλόξ]]<br />[[flaming]], [[fiery]]-red, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 10 July 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογερός Medium diacritics: φλογερός Low diacritics: φλογερός Capitals: ΦΛΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: phlogerós Transliteration B: phlogeros Transliteration C: flogeros Beta Code: flogero/s

English (LSJ)

ά, όν, = φλόγεος (bright as fire, burning, inflamed, red), blazing, flaming, fiery-red, σέλας E. Hel. 1127 (lyr.) ; αἰθήρ Id. El. 991 (anap.) ; ἀκτῖνες ARh. 4.126 ; Comp. φλογερώτερον ἔγχος IG 14.2012.20 (Sulp. Max.) ; metaph of love, φ. πῦρ, ὀϊστός, AP 5.238 (Paul. Sil.), 9.443 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1292] = φλόγεος, brennend, leuchtend, feuerrot; σέλας Eur. Hel. 1136; αἰθήρ El. 991; ἄστρον Anacr. 59, 36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
enflammé, ardent, resplendissant.
Étymologie: φλόξ.

Russian (Dvoretsky)

φλογερός: Anacr., Eur., Anth. = φλόγεος.

Greek (Liddell-Scott)

φλογερός: -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, πυρώδης, ἔχων χρῶμα φλογός, σέλας Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ
1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῖνες», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, ερυθρός
2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).
επίρρ...
φλογερώς και φλογερά Ν
1. με φλογερό τρόπο
2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

φλογερός: -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, φλογερός, κόκκινος, σε Ευρ.

Middle Liddell

φλογερός, ή, όν φλόξ
flaming, fiery-red, Eur.