ἔμπρακτος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(big3_14) |
mNo edit summary |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empraktos | |Transliteration C=empraktos | ||
|Beta Code=e)/mpraktos | |Beta Code=e)/mpraktos | ||
|Definition= | |Definition=ἔμπρακτον,<br><span class="bld">A</span> [[within one's power to do]], [[practicable]], [[τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν]] = [[make the most of]] Pi.''P.''3.62: Comp. ἐμπρακτότερος, [[κένωσις]] Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; [[χρόνος]] ἔμπρακτος εἰς [[πάντα]], [[propitious]], Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; [[ἔμπρακτος ῥητορική]] = [[working rhetoric]], Phld.''Rh.''1.10S., al.; also of persons, [[active]], ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι [[ready]] for... ib.70; [[τὸ ἔμπρακτον]], [[vigour]], of [[oratory]], Longin.11.2. Adv. [[ἐμπράκτως]] = [[actively]], Plu.''Sert.''4; [[effectively]], Phld.''Lib.''p.380., Archig. ap. Aët.12.1.<br><span class="bld">b</span> [[holding office]], ἄρχοντες ''Cod.Just.''1.2.24.1.<br><span class="bld">2</span> [[ἔμπρακτος ἡμέρα]] = [[day on which legal business may be transacted]], POxy.1882.14 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[under bond to pay]], = [[εἴσπρακτος]] ([[chargeable]]), ''IG''7.3171.54 (Orchom. Boeot.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[eficaz]], [[que surte efecto u obtiene resultados]] prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.<i>P</i>.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ [[κένωσις]] ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más [[eficacia]]</i> Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en <i>TAM</i> 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν [[διδασκαλία]]ν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.4.11, ἔ. [[ῥητορική]] = [[retórica]] [[práctica]]</i>, relativa a la vida ordinaria</i> ref. la [[retórica]] [[forense]], dif. de la [[sofística]] y la [[política]], Phld.<i>Rh</i>.1.17Aur.<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἔμπρακτον]] = [[energía]], [[vigor]] de la [[oratoria]], Longin.11.2<br /><b class="num">•</b>[[actividad]] física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la [[suspensión]] de la [[actividad]] que comporte su [[régimen]] de [[vida]]</i> Sor.3.2.69.<br /><b class="num">2</b> de pers. y anim. [[activo]], [[emprendedor]], [[dispuesto para la acción]] ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una [[audacia]] [[capaz]] de [[afrontar]] [[cualquier]] [[situación]]</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D<br /><b class="num">•</b>[[que está en activo]] en el desempeño de un [[cargo]] οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως <i>Cod.Iust</i>.1.2.24.1, cf. Iust.<i>Nou</i>.70 tít., ἔ. [[δομέστικος]] Λαγκιαρίων <i>JHS</i> 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).<br /><b class="num">3</b> ἔμπρακτος [[ἡμέρα]] = [[día laborable]], [[día apto para hacer gestiones públicas]] op. [[ἄπρακτος]] <i>POxy</i>.1882.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. astrol. [[día propicio para la acción]] περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.<br /><b class="num">II</b> [[sujeto]] a la [[ejecución]], al [[cobro]] [[ejecutivo]] de una [[multa]] ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων <i>IG</i> 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.137.14 (Calidón II a.C.).<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἐμπράκτως]]<br /><b class="num">1</b> [[de modo efectivo]], [[eficazmente]] Phld.<i>Lib</i>.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ [[ἐλλέβορος]] Archig. en Aët.12.1 (p.22).<br /><b class="num">2</b> [[de modo emprendedor]] ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la [[reputación]] de un [[hombre]] [[llamado]] a [[cumplir]] grandes [[empresa]]s</i> Plu.<i>Sert</i>.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu'on peut exécuter <i>ou</i> accomplir;<br /><b>2</b> [[actif]], [[énergique]] ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d'un discours).<br />'''Étymologie:''' ἐμπράσσω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπρακτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко исполнимый]], [[легкий]] ([[μαχανά]] Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[деятельный]] ([[τόλμα]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. | |lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. [[ἐμπράκτως]], Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἔμπρακτος]], -ον</b> [[practicable]], [[possible]] (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62) | |||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔμπρακτος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκδηλώνεται στην [[πράξη]] («έμπρακτη [[αγάπη]], [[φιλανθρωπία]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> «έμπρακτη [[μετάνοια]]» — [[μετάνοια]] που εκδηλώνεται με [[αποζημίωση]] [[προς]] τον αδικημένο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> (για [[αξίωμα]]) αυτός που ασκείται<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εκτελεστεί<br /><b>2.</b> [[ευνοϊκός]]<br /><b>3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που κατέχει [[αξίωμα]] ή [[αρχή]]<br /><b>5.</b> αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η [[πληρωμή]] χρέους<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔμπρακτος]] ἡμερα» — αυτή [[κατά]] την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. <b>επίρρ.</b> [[ἐμπράκτως]]<br />με πράξεις, με έργα, έμπρακτα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μεγαλοπρεπώς]], επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη [[χωρίς]] τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>2.</b> στην [[πραγματικότητα]], αληθινά<br /><b>αρχ.</b><br />δραστηρίως [[ενεργητικώς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ἔμπρακτος:''' -ον, (ἐν), [[κατορθωτός]], [[εφαρμόσιμος]], [[εκτελεστός]]· επίρρ., [[ἐμπράκτως]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ἔμπρακτος, ον <i>adj</i> [ἐν] [[practicable]] adv. [[ἐμπράκτως]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 7 September 2024
English (LSJ)
ἔμπρακτον,
A within one's power to do, practicable, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν = make the most of Pi.P.3.62: Comp. ἐμπρακτότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; χρόνος ἔμπρακτος εἰς πάντα, propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἔμπρακτος ῥητορική = working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔμπρακτον, vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. ἐμπράκτως = actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1.
b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1.
2 ἔμπρακτος ἡμέρα = day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.).
II under bond to pay, = εἴσπρακτος (chargeable), IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas y abstr. eficaz, que surte efecto u obtiene resultados prácticos τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν Pi.P.3.62, de remedios medicinales ὅπως ἡ κένωσις ἐμπρακτοτέρα γίνηται para que la purga actúe con más eficacia Philum. en Orib.45.29.5, cf. Dsc.1.39.2, ἔνπρακτ' ἐστὶν ἅπαντα καὶ εὔοδα καὶ πολυκερδῆ Orác. en TAM 3.35A.6 (Termeso, imper.), ἔμπρακτον ἀπάγγελλε τῶν ... ἀγραμμάτων τὴν διδασκαλίαν Ephr.Syr.1.279F, cf. Cyr.Al.Mt.4.11, ἔ. ῥητορική = retórica práctica, relativa a la vida ordinaria ref. la retórica forense, dif. de la sofística y la política, Phld.Rh.1.17Aur.
•subst. τὸ ἔμπρακτον = energía, vigor de la oratoria, Longin.11.2
•actividad física κατ' ἐπίστασιν τοῦ ἐμπράκτου τῆς διαίτης mediante la suspensión de la actividad que comporte su régimen de vida Sor.3.2.69.
2 de pers. y anim. activo, emprendedor, dispuesto para la acción ἀνὴρ ... τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102, τόλμαν ἔχων ἔμπρακτον πρὸς πᾶσαν περίστασιν con una audacia capaz de afrontar cualquier situación D.S.13.70, ἔμπρακτον τὸ ζῷον τοῦτο ἐποίησεν ὁ Θεός Chrys.M.60.257, cf. Basil.M.31.1348D
•que está en activo en el desempeño de un cargo οἱ ἔμπρακτοι ἄρχοντες ταύτης τῆς ... πόλεως Cod.Iust.1.2.24.1, cf. Iust.Nou.70 tít., ἔ. δομέστικος Λαγκιαρίων JHS 22.1902.353 n.97 (Licaonia, biz.).
3 ἔμπρακτος ἡμέρα = día laborable, día apto para hacer gestiones públicas op. ἄπρακτος POxy.1882.14 (VI d.C.)
•tb. astrol. día propicio para la acción περὶ ἀπράκτων καὶ ἐμπράκτων ἡμερῶν Heph.Astr.3.6 tít., cf. 3.23 tít., Vett.Val.90.8.
II sujeto a la ejecución, al cobro ejecutivo de una multa ἔ. ἔστω Εὐβώλυ ἁ πόλις τῶν Ἐρχομενίων IG 7.3171.54 (Orcómeno III a.C.), cf. IG 92.137.14 (Calidón II a.C.).
III adv. ἐμπράκτως
1 de modo efectivo, eficazmente Phld.Lib.fr.80.10, ἐ. βοηθεῖ ὁ ἐλλέβορος Archig. en Aët.12.1 (p.22).
2 de modo emprendedor ἀνδρὸς ἐ. βιωσομένου δόξαν ἔσχεν adquirió la reputación de un hombre llamado a cumplir grandes empresas Plu.Sert.4.
German (Pape)
[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on peut exécuter ou accomplir;
2 actif, énergique ; τὸ ἔμπρακτον, force, vigueur (d'un discours).
Étymologie: ἐμπράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπρακτος:
1 легко исполнимый, легкий (μαχανά Pind.);
2 деятельный (τόλμα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. ἐμπράκτως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.
English (Slater)
ἔμπρακτος, -ον practicable, possible (cf. Forssman, 111f., Strömberg, Gk. Prefix Studies, 118ff.) τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν (P. 3.62)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπρακτος, -ον)
Ι. νεοελλ.
1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.»)
2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» — μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο
μσν.
(νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσ.) δραστήριος, ενεργητικός
2. αποτελεσματικός
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να εκτελεστεί
2. ευνοϊκός
3. έτοιμος, πρόθυμος
4. αυτός που κατέχει αξίωμα ή αρχή
5. αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η πληρωμή χρέους
6. φρ. «ἔμπρακτος ἡμερα» — αυτή κατά την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. επίρρ. ἐμπράκτως
με πράξεις, με έργα, έμπρακτα
αρχ.-μσν.
1. μεγαλοπρεπώς, επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη χωρίς τοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)
2. στην πραγματικότητα, αληθινά
αρχ.
δραστηρίως ενεργητικώς.
Greek Monotonic
ἔμπρακτος: -ον, (ἐν), κατορθωτός, εφαρμόσιμος, εκτελεστός· επίρρ., ἐμπράκτως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἔμπρακτος, ον adj [ἐν] practicable adv. ἐμπράκτως, Plut.