χραύω: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[scrape]], [[graze]], [[wound]] [[slightly]], ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ Il.; cf. [[ἐγχραύω]], [[ἐπιχράω]].
|mdlsjtxt=to [[scrape]], [[graze]], [[wound]] [[slightly]], ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ Il.; cf. [[ἐγχραύω]], [[ἐπιχράω]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''χραύω''': {khraúō}<br />'''Forms''': nur Ipf. [[ἐνέχραυε]] (Hdt. 6, 75), Aor. Konj. χραύσῃ (Ε 138), ἐνιχραύσῃ (Nik. ''Th''. 277), Ptz. χραύσαντα (Q. S. 11, 76)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[streifen]], [[leicht verwunden]], [[ritzen]]; ἔχραυσεν· ἐπέτυχεν und χραῦσαι· καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν H.; Med. Ptz. χραυόμενον, auch χραυζόμενον (-αυσσ-?) [[streifend]], [[angrenzend]] (kypr. Inschr. V<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Davon [[χραῦσις]]· [[ἄγκυρα]] [[μονόβολος]] H., wohl auch ἐχραύτιζεν· ἴξευεν H. (wie [[ῥαντίζω]], [[σπατίζω]] usw., Schwyzer 706).<br />'''Etymology''': Absterbendes Verb, das nur in der epischen Tradition einigermaßen lebendig blieb (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 131), von χρα(ϝ)εῖν, ἔχρα(ϝ)ε, trotz Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] und WP. 1, 647 f. schwerlich zu trennen (vgl. Schwyzer 748 und Chantraine Gramm. hom. 1, 374 u. 393). Zum Vokalismus vgl. [[ψαύω]], [[χναύω]], [[θραύω]]. Weiteres s. [[χρόα]], [[χρώς]], auch [[χρίω]].<br />'''Page''' 2,1115-1116
|ftr='''χραύω''': {khraúō}<br />'''Forms''': nur Ipf. [[ἐνέχραυε]] (Hdt. 6, 75), Aor. Konj. χραύσῃ (Ε 138), ἐνιχραύσῃ (Nik. ''Th''. 277), Ptz. χραύσαντα (Q. S. 11, 76)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[streifen]], [[leicht verwunden]], [[ritzen]]; ἔχραυσεν· ἐπέτυχεν und χραῦσαι· καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν H.; Med. Ptz. χραυόμενον, auch χραυζόμενον (-αυσσ-?) [[streifend]], [[angrenzend]] (kypr. Inschr. V<sup>a</sup>).<br />'''Derivative''': Davon [[χραῦσις]]· [[ἄγκυρα]] [[μονόβολος]] H., wohl auch ἐχραύτιζεν· ἴξευεν H. (wie [[ῥαντίζω]], [[σπατίζω]] usw., Schwyzer 706).<br />'''Etymology''': Absterbendes Verb, das nur in der epischen Tradition einigermaßen lebendig blieb (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 131), von χρα(ϝ)εῖν, ἔχρα(ϝ)ε, trotz Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] und WP. 1, 647 f. schwerlich zu trennen (vgl. Schwyzer 748 und Chantraine Gramm. hom. 1, 374 u. 393). Zum Vokalismus vgl. [[ψαύω]], [[χναύω]], [[θραύω]]. Weiteres s. [[χρόα]], [[χρώς]], auch [[χρίω]].<br />'''Page''' 2,1115-1116
}}
{{trml
|trtx====[[touch]]===
Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: [[aanraken]], [[beroeren]], [[raken]]; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: [[toucher]]; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: [[anfassen]], [[berühren]]; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: [[αγγίζω]]; Ancient Greek: [[ἀποθιγγάνω]], [[ἅπτεσθαι]], [[ἅπτομαι]], [[ἀφάσσω]], [[ἀφάω]], [[διαψαύω]], [[ἐπαυρίσκω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[ἐπικύρω]], [[ἐπιμαίομαι]], [[ἐπιψαύειν]], [[ἐπιψαύω]], [[ἐπιψηλαφάω]], [[ἐφάπτεσθαι]], [[ἐφάπτομαι]], [[θιγγάνειν]], [[θιγγάνω]], [[καθάπτω]], [[καθικνέομαι]], [[καθικνοῦμαι]], [[κατάπτω]], [[καταψάω]], [[μάσσω]], [[μάττω]], [[περιψαύω]], [[ποτιψαύειν]], [[ποτιψαύω]], [[προσάπτω]], [[προσθιγγάνειν]], [[προσθιγγάνω]], [[προσχρίμπτω]], [[προσψαύειν]], [[προσψαύω]], [[συκάζω]], [[συμψαύω]], [[χραύω]], [[χροΐζω]], [[χρώζειν]], [[χρώζω]], [[χρῴζω]], [[ψαύειν]], [[ψαύω]], [[ψηλαφάω]], [[ψηλαφεῖν]], [[ψηλαφέω]], [[ψηλαφίζω]], [[ψηλαφῶ]]; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: [[toccare]]; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: [[tango]], [[taxo]]; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: [[tocar]]; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: [[трогать]], [[тронуть]], [[дотрагиваться]], [[дотронуться]], [[касаться]], [[коснуться]], [[прикасаться]], [[прикоснуться]]; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: [[tocar]]; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 21 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χραύω Medium diacritics: χραύω Low diacritics: χραύω Capitals: ΧΡΑΥΩ
Transliteration A: chraúō Transliteration B: chrauō Transliteration C: chrayo Beta Code: xrau/w

English (LSJ)

(this pres. implied by impf. ἐνέχραυε,
A v. ἐγχραύω), scrape, graze, wound slightly, ὅν ῥά τε ποιμὴν.. χραύσῃ Il.5.138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Q.S.11.76; ἔχραυσεν, glossed by ἐπέτυχεν, Hsch.
II Med. c. gen., of lands, touch, be adjacent to, χραυόμενον Inscr.Cypr.135.9 H.; also χραυζόμενον ib. 18.

German (Pape)

[Seite 1368] äol. statt χράω, leicht auf der Oberfläche berühren, dah. ritzen, leicht verwunden; Il. 5, 138; ἵνα χραύσαντα δαΐξῃ Qu. Sm. 11, 76.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. sbj. 3ᵉ sg. χραύσῃ;
toucher légèrement à la surface, blesser légèrement.
Étymologie: éol. c. χράω.

English (Autenrieth)

aor. subj. χραύσῃ: scratch, graze, wound slightly, Il. 5.138†.

Greek Monolingual

ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αγγίζω ελαφρά
2. τραυματίζω ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν-έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. του Ησύχ. ἔχραυσεν
ἐπέτυχεν και χραῦσαι
καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν) και ο οποίος εμφανίζει τις σημ. «συναντώ, αγγίζω, γειτονεύω, βρίσκομαι σε επαφή», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική έννοια της επαφής, από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «αγγίζω, τραυματίζω ελαφρά» ενός επικού τ. αορ. ἔχραον, χραεῖν (βλ. λ. χρῶ, -άω [Ι]), ο οποίος συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. χραύω. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι τ. χραύω (< χραFω) και χραεῖν (< χραFειν) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (in)-gruo «επιτίθεμαι» και (con)-gruo «συναντώ» και με τα λιθουαν. griauju, griauti «συντρίβω, βροντώ», griųvu, griūti «καταρρέω» και να αναχθούν σε μια ρίζα ghrēu- «τρίβω με δύναμη, θρυμματίζω», παρά το δυσερμήνευτο -α- που εμφανίζουν (πρβλ. θραύω). Οι τ. χραύω, χραεῖν, αν δεχτεί κανείς ότι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους, κατά την επικρατέστερη άποψη είναι συγγενείς και με τους τ. χραίνω (για τη σχέση του τ. χραύω, σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -ν-, και του χραίνω, πρβλ. το ζεύγος ξύω: ξαίνω) και χρίω (για το ζεύγος χραύω: χρίω, πρβλ. χναυω: χνίω). Εξάλλου, έχει προταθεί η αναγωγή τών τ. αυτών σε μια γενική μορφή ρίζας gher- «τρίβω με δύναμη», από την οποία προήλθαν οι μορφές: ghreu- του χραύω (με επέκταση -F-) και ghrei- του χρίω (με επέκταση -i-), άποψη, όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι ο αόρ. χραεῖν ανάγεται σε ρίζα ghreu- «ορμώ πάνω σε κάτι, γκρεμίζομαι», χωρίς να είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη ρίζα ghreu- του χραύω].

Russian (Dvoretsky)

χραύω: (только 3 л. sing. aor. conjct. χραύσῃ) слегка ранить, задевать (λέοντα Hom.).

Middle Liddell

to scrape, graze, wound slightly, ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ Il.; cf. ἐγχραύω, ἐπιχράω.

Frisk Etymology German

χραύω: {khraúō}
Forms: nur Ipf. ἐνέχραυε (Hdt. 6, 75), Aor. Konj. χραύσῃ (Ε 138), ἐνιχραύσῃ (Nik. Th. 277), Ptz. χραύσαντα (Q. S. 11, 76)
Grammar: v.
Meaning: streifen, leicht verwunden, ritzen; ἔχραυσεν· ἐπέτυχεν und χραῦσαι· καταξῦσαι, χρᾶναι, σκιάσαι, γράψαι, ἐπιτυχεῖν H.; Med. Ptz. χραυόμενον, auch χραυζόμενον (-αυσσ-?) streifend, angrenzend (kypr. Inschr. Va).
Derivative: Davon χραῦσις· ἄγκυρα μονόβολος H., wohl auch ἐχραύτιζεν· ἴξευεν H. (wie ῥαντίζω, σπατίζω usw., Schwyzer 706).
Etymology: Absterbendes Verb, das nur in der epischen Tradition einigermaßen lebendig blieb (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 131), von χρα(ϝ)εῖν, ἔχρα(ϝ)ε, trotz Bechtel Lex. s.v. und WP. 1, 647 f. schwerlich zu trennen (vgl. Schwyzer 748 und Chantraine Gramm. hom. 1, 374 u. 393). Zum Vokalismus vgl. ψαύω, χναύω, θραύω. Weiteres s. χρόα, χρώς, auch χρίω.
Page 2,1115-1116

Translations

touch

Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: ἀποθιγγάνω, ἅπτεσθαι, ἅπτομαι, ἀφάσσω, ἀφάω, διαψαύω, ἐπαυρίσκω, ἐπιθιγγάνω, ἐπικύρω, ἐπιμαίομαι, ἐπιψαύειν, ἐπιψαύω, ἐπιψηλαφάω, ἐφάπτεσθαι, ἐφάπτομαι, θιγγάνειν, θιγγάνω, καθάπτω, καθικνέομαι, καθικνοῦμαι, κατάπτω, καταψάω, μάσσω, μάττω, περιψαύω, ποτιψαύειν, ποτιψαύω, προσάπτω, προσθιγγάνειν, προσθιγγάνω, προσχρίμπτω, προσψαύειν, προσψαύω, συκάζω, συμψαύω, χραύω, χροΐζω, χρώζειν, χρώζω, χρῴζω, ψαύειν, ψαύω, ψηλαφάω, ψηλαφεῖν, ψηλαφέω, ψηλαφίζω, ψηλαφῶ; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎