θητεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thiteyo
|Transliteration C=thiteyo
|Beta Code=qhteu/w
|Beta Code=qhteu/w
|Definition=to [[be a serf]] or [[labourer]], Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν <span class="bibl">Il.21.444</span>, cf. <span class="bibl">Od.18.357</span>; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ <span class="bibl">11.489</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>77</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>4c</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>359d</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>63</span>; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι <span class="bibl">Hdt.8.137</span>; <b class="b3">θ. εἰς τὸ τεῖχος</b> [[labour]] at it, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>12a</span>.<span class="bibl">3</span>; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ [[serve]], AP5.292.12 (Paul. Sil.).
|Definition=to [[be a serf]] or [[labourer]], Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''6, ''Cyc.''77 (lyr.), Pl.''Euthphr.''4c, ''R.''359d, Phld.''Piet.''63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι [[Herodotus|Hdt.]]8.137; <b class="b3">θ. εἰς τὸ τεῖχος</b> [[labour]] at it, Philostr.''Her.''12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ [[serve]], AP5.292.12 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θητεύω]], [θής]<br />to be a [[serf]] or [[menial]], [[serve]] for [[hire]], Hom., Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=[[θητεύω]], [θής]<br />to be a [[serf]] or [[menial]], [[serve]] for [[hire]], Hom., Hdt., Attic
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[δουλεύω]] μέ μισθό). Ἀπό τό οὐσ. θήςθητός (=[[δουλοπάροικος]]), ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[θῆσσα]] (θηλ.=φτωχή [[κόρη]] πού δουλεύει μέ μισθό), [[θητικός]], [[θητεία]].
|mantxt=(=[[δουλεύω]] μέ μισθό). Ἀπό τό οὐσ. θήςθητός (=[[δουλοπάροικος]]), ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: [[θῆσσα]] (θηλ.=φτωχή [[κόρη]] πού δουλεύει μέ μισθό), [[θητικός]], [[θητεία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:57, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεύω Medium diacritics: θητεύω Low diacritics: θητεύω Capitals: ΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: thēteúō Transliteration B: thēteuō Transliteration C: thiteyo Beta Code: qhteu/w

English (LSJ)

to be a serf or labourer, Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1211] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.

French (Bailly abrégé)

travailler pour un salaire.
Étymologie: θής.

Russian (Dvoretsky)

θητεύω: (эп. inf. praes. θητευέμεν)
1 (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении (παρά τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;
2 служить (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θητεύω: δουλεύω ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ τεῖχος, ἐργάζομαι εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12.

English (Autenrieth)

(θής), inf. θητευέμεν, aor. θητεύσαμεν: be a day laborer, work for hire.

Greek Monolingual

(ΑΜ θητεύω) θης
1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό
2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη»)
νεοελλ.
κάνω τη θητεία μου.

Greek Monotonic

θητεύω: Επικ. απαρ. θητευέμεν, μέλ. -σω· (θής), είμαι υπηρέτης ή δούλος, υπηρετώ έναντι μίσθωσης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

θητεύω, [θής]
to be a serf or menial, serve for hire, Hom., Hdt., Attic

Mantoulidis Etymological

(=δουλεύω μέ μισθό). Ἀπό τό οὐσ. θήςθητός (=δουλοπάροικος), ἀπό ὅπου οἱ λέξεις: θῆσσα (θηλ.=φτωχή κόρη πού δουλεύει μέ μισθό), θητικός, θητεία.