συγχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchairo
|Transliteration C=sygchairo
|Beta Code=sugxai/rw
|Beta Code=sugxai/rw
|Definition=aor. <b class="b3">-εχάρην [ᾰ</b>] <span class="bibl">Plb.15.5.13</span>, <span class="bibl">30.18.1</span>, imper. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -χάρηθι <span class="title">Anacreont.</span>31.30:—<b class="b2">rejoice with</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>793</span> (anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1317</span> (anap.); χαῖρε . . καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>1333</span> (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>11.12</span>; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Epin.</span>988b</span>: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1166a8</span>; <b class="b3">οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς</b> ib.<span class="bibl">1166b18</span>: later in Med., <span class="title">IG</span>14.966.5 (Rome, ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[wish]] one [[joy]], [[congratulate]], <b class="b3">σ. τῶν γεγενημένων</b> [[wish]] one <b class="b2">joy of . .</b>, <span class="bibl">D.15.15</span>; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν <span class="bibl">Plb.30.18.1</span>, cf. <span class="title">SIG</span>700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι . . <span class="bibl">Aeschin.2.45</span>.</span>
|Definition=aor. <b class="b3">συνεχάρην</b> [ᾰ] Plb.15.5.13, 30.18.1, imper.<br><span class="bld">A</span> συγχάρηθι ''Anacreont.''31.30:—[[rejoice with]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''793 (anap.), Ar.''Pax''1317 (anap.); χαῖρε.. καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.''Eq.''1333 (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.''Hier.''11.12; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.''Epin.''988b: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1166a8; <b class="b3">οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς</b> ib.1166b18: later in Med., ''IG''14.966.5 (Rome, ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[wish]] one [[joy]], [[congratulate]], <b class="b3">σ. τῶν γεγενημένων</b> [[wish]] one joy of.., D.15.15; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν Plb.30.18.1, cf. ''SIG''700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι.. Aeschin.2.45.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χαίρω]]), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χαίρω]]), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συγχαίρω''': μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, [[χαίρω]] μετά τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν χαράν τινος, [[μετέχω]] τῆς χαρᾶς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν [[ἡμεῖς]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς [[αὐτόθι]] 9. ΙΙ. [[ἐκφράζω]] τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, [[συγχαίρω]], «[[προσφέρω]] συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, [[συγχαίρω]] αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, 1· σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. [[τύπος]] συγχαίρομαι ἀντὶ [[συγχαίρω]] ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.
|btext=<i>f.</i> συγχαρήσομαι, <i>ao.2</i> συνεχάρην;<br />se réjouir avec : τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι de qch ; [[ὅτι]] de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χαίρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-χαίρω, Att. ξυγχαίρω samen blij zijn, samen zich verheugen; met dat. van zaken over iets:; σ. τῇ ἀληθείᾳ samen zich verheugen over de waarheid NT 1 Cor. 13.6; met dat. van personen samen met... blij zijn, blij zijn voor:. σ. ἀγαθῷ γενομένῳ blij zijn voor iemand dat hij goed is geworden Plat. Epin. 988b.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> συγχαρήσομαι, <i>ao.2</i> συνεχάρην;<br />se réjouir avec : τινι avec qqn ; τινι, [[ἐπί]] τινι de qch ; [[ὅτι]] de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χαίρω]].
|elrutext='''συγχαίρω:''' (fut. συγχᾰρήσομαι, aor. 2 συνεχάρην с ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[радоваться вместе]], [[разделять]] (чью-л.) радость (τινί Aesch., Arph., NT): συναλγεῖν καὶ σ. τῷ φίλῳ Arst. делить с другом горе и радость; σ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Xen. радоваться чьему-л. благополучию;<br /><b class="num">2</b> [[поздравлять]] (σ. τινί τινος Dem. и τινὶ ἐπί τινι Polyb.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγχαίρω:''' μέλ. <i>-χᾰρήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χαίρομαι]] με [[κάτι]], [[συμμετέχω]] στη [[χαρά]], [[συμμερίζομαι]] τη [[χαρά]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· <i>τινί</i>, κάποιου, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκφράζω]] τη [[χαρά]] μου για κάποιον, [[δίνω]] [[συγχαρητήρια]], [[συγχαίρω]] τινὶ [[τῶν]] γεγενημένων, [[δίνω]] [[συγχαρητήρια]] σε κάποιον για όσα έχουν γίνει, σε Δημ.
|lsmtext='''συγχαίρω:''' μέλ. <i>-χᾰρήσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χαίρομαι]] με [[κάτι]], [[συμμετέχω]] στη [[χαρά]], [[συμμερίζομαι]] τη [[χαρά]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· <i>τινί</i>, κάποιου, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[εκφράζω]] τη [[χαρά]] μου για κάποιον, [[δίνω]] [[συγχαρητήρια]], [[συγχαίρω]] τινὶ τῶν γεγενημένων, [[δίνω]] [[συγχαρητήρια]] σε κάποιον για όσα έχουν γίνει, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγχαίρω:''' (fut. συγχᾰρήσομαι, aor. 2 συνεχάρην с ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость (τινί Aesch., Arph., NT): συναλγεῖν καὶ σ. τῷ φίλῳ Arst. делить с другом горе и радость; σ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Xen. радоваться чьему-л. благополучию;<br /><b class="num">2)</b> поздравлять (σ. τινί τινος Dem. и τινὶ ἐπί τινι Polyb.).
|lstext='''συγχαίρω''': μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, [[χαίρω]] μετά τινος, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὴν χαράν τινος, [[μετέχω]] τῆς χαρᾶς [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν [[ἡμεῖς]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς [[αὐτόθι]] 9. ΙΙ. [[ἐκφράζω]] τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, [[συγχαίρω]], «[[προσφέρω]] συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, [[συγχαίρω]] αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. [[τύπος]] συγχαίρομαι ἀντὶ [[συγχαίρω]] ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-χαίρω, Att. ξυγχαίρω samen blij zijn, samen zich verheugen; met dat. van zaken over iets:; σ. τῇ ἀληθείᾳ samen zich verheugen over de waarheid NT 1 Cor. 13.6; met dat. van personen samen met... blij zijn, blij zijn voor:. σ. ἀγαθῷ γενομένῳ blij zijn voor iemand dat hij goed is geworden Plat. Epin. 988b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 22:03, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχαίρω Medium diacritics: συγχαίρω Low diacritics: συγχαίρω Capitals: ΣΥΓΧΑΙΡΩ
Transliteration A: synchaírō Transliteration B: synchairō Transliteration C: sygchairo Beta Code: sugxai/rw

English (LSJ)

aor. συνεχάρην [ᾰ] Plb.15.5.13, 30.18.1, imper.
A συγχάρηθι Anacreont.31.30:—rejoice with, A.Ag.793 (anap.), Ar.Pax1317 (anap.); χαῖρε.. καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.Eq.1333 (anap.); σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.Hier.11.12; σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.Epin.988b: c. dat. pers., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Arist.EN1166a8; οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς ib.1166b18: later in Med., IG14.966.5 (Rome, ii A.D.).
II wish one joy, congratulate, σ. τῶν γεγενημένων wish one joy of.., D.15.15; σ. τῇ συγκλήτῳ ἐπὶ τοῖς γεγονόσιν Plb.30.18.1, cf. SIG700.41 (Lete, ii B.C.); σ. τῇ πόλει ὅτι.. Aeschin.2.45.

German (Pape)

[Seite 971] (s. χαίρω), sich mitfreuen; Aesch. Ag. 767; τινί, Ar. Equ. 1330; συγχάρηθι, Anacr. 31, 30; ἀγαθῷ γενομένῳ, Plat. Epin. 988 b; ἐπί τινι, Xen. Hier. 11, 12; Schadenfreude empfinden, τινί τινος, Dem. 15, 15; – Einem wozu Glück wünschen, τινὶ ἐπί τινι, Pol. 30, 16, 1 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

f. συγχαρήσομαι, ao.2 συνεχάρην;
se réjouir avec : τινι avec qqn ; τινι, ἐπί τινι de qch ; ὅτι de ce que.
Étymologie: σύν, χαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-χαίρω, Att. ξυγχαίρω samen blij zijn, samen zich verheugen; met dat. van zaken over iets:; σ. τῇ ἀληθείᾳ samen zich verheugen over de waarheid NT 1 Cor. 13.6; met dat. van personen samen met... blij zijn, blij zijn voor:. σ. ἀγαθῷ γενομένῳ blij zijn voor iemand dat hij goed is geworden Plat. Epin. 988b.

Russian (Dvoretsky)

συγχαίρω: (fut. συγχᾰρήσομαι, aor. 2 συνεχάρην с ᾰ)
1 радоваться вместе, разделять (чью-л.) радость (τινί Aesch., Arph., NT): συναλγεῖν καὶ σ. τῷ φίλῳ Arst. делить с другом горе и радость; σ. ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς τινος Xen. радоваться чьему-л. благополучию;
2 поздравлять (σ. τινί τινος Dem. и τινὶ ἐπί τινι Polyb.).

English (Strong)

from σύν and χαίρω; to sympathize in gladness, congratulate: rejoice in (with).

English (Thayer)

(T WH συνχαίρω (cf. σύν, II. at the end)); imperfect συνέχαιρον; 2nd aorist συνεχαρην (passive as set., so Veitch (under the word χαίρω) etc.; others, active, after the analogy of verbs in); to rejoice with, take part in another's joy (Aeschyl, Aristophanes, Xenophon, others): with a dative of the person with whom one rejoices, to rejoice together, of many, to congratulate (Aeschines, Polybius (Plutarch; cf. Lightfoot on Phil. as below; Philippians 2:17f.

Greek Monolingual

ΝΜΑ χαίρω
1. μετέχω στη χαρά κάποιου
2. δίνω συγχαρητήρια.

Greek Monotonic

συγχαίρω: μέλ. -χᾰρήσομαι,
I. χαίρομαι με κάτι, συμμετέχω στη χαρά, συμμερίζομαι τη χαρά, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· τινί, κάποιου, σε Αριστ.
II. εκφράζω τη χαρά μου για κάποιον, δίνω συγχαρητήρια, συγχαίρω τινὶ τῶν γεγενημένων, δίνω συγχαρητήρια σε κάποιον για όσα έχουν γίνει, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συγχαίρω: μέλλ. -χᾰρήσομαι· ἀόρ. -εχάρην (Πολύβ. 30. 16., 11., 15. 5. 13), προστακτ. -χάρηθι Ἀνακρεόντ. 34. 30. Ὡς καὶ νῦν, χαίρω μετά τινος, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν χαράν τινος, μετέχω τῆς χαρᾶς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 793, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1317· χαῖρε... καὶ ξυγχαίρομεν ἡμεῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1333· σ. ἐπί τινι, ἐπί τινι πράγματι, Ξεν. Ἱέρ. 11, 12· σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Πλάτ. Ἐπιν. 988Β· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 4, 1· οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς αὐτόθι 9. ΙΙ. ἐκφράζω τινὶ φιλικῶς τὴν χαράν μου, συγχαίρω, «προσφέρω συγχαρητήρια», σ. τινὶ τῶν γεγενημένων, συγχαίρω αὐτῷ διὰ τὰ γεγενημένα, Δημ. 194. 23· οὕτω, σ. τινὶ ἐπί τινι Πολύβ. 30. 16, 1· σ. τινὶ ὅτι... Αἰσχίν. 31. 9 ― Ὁ μέσ. τύπος συγχαίρομαι ἀντὶ συγχαίρω ἀπαντᾷ παρὰ Νικηφόρῳ ἐν Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 2, καὶ ἐν Dittenb. ²807, 5, τοῦ δήμου παρεστῶτος καὶ συγχαιρομένου.

Middle Liddell

fut. -χᾰρήσομαι
I. to rejoice with, take part in joy, Aesch., Ar.; τινί with another, Arist.
II. to wish one joy, congratulate, ς. τινὶ τῶν γεγενημένων to wish one joy of the events, Dem.

Chinese

原文音譯:sgca⋯rw 尋格-害羅
詞類次數:動詞(7)
原文字根:共同-喜樂 相當於: (צָחַק‎)
字義溯源:一同歡樂,一同歡喜,一同喜樂,一同快樂,喜歡,慶賀;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(χαίρω)*=歡樂的)組成
出現次數:總共(7);路(3);林前(2);腓(2)
譯字彙編
1) 你們⋯一同歡喜罷(2) 路15:6; 路15:9;
2) 一同喜樂(2) 腓2:17; 腓2:18;
3) 喜歡(1) 林前13:6;
4) 就一同快樂(1) 林前12:26;
5) 一同歡樂(1) 路1:58