παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parektrepo
|Transliteration C=parektrepo
|Beta Code=parektre/pw
|Beta Code=parektre/pw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turn aside]], ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1111</span> :— Pass., to [[be turned aside]], [[deviate]], παρεκτετράφθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>773a15</span>; <b class="b3">π. εἰς</b>… Plu.2.114d; <b class="b3">π. τῆς ὁδοῦ</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>81</span>.</span>
|Definition=[[turn aside]], ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''1111:—Pass., to [[be turned aside]], [[deviate]], παρεκτετράφθαι Arist.''GA''773a15; <b class="b3">π. εἰς</b>… Plu.2.114d; <b class="b3">π. τῆς ὁδοῦ</b> Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''81.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ [[θανεῖν]], Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
|btext=[[détourner du droit chemin]], [[faire dévier]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[παρεκτρέπομαι]] se détourner du droit chemin, s'égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εκτρέπω opzij draaien.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=détourner du droit chemin, faire dévier;<br /><i><b>Moy.</b></i> παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκτρέπω]].
|elrutext='''παρεκτρέπω:''' [[отводить в сторону]], [[отклонять]] (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] πλαγίως ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτρέπω]] από την κανονική του [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]], [[απομακρύνω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>παρεκτρέπομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την [[ευθεία]] οδό, [[υπερβαίνω]] τα όρια του πρέποντος, [[παραστρατώ]], ζω έκλυτο βίο<br />β) παραφέρομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών, [[αφηνιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βγάζω]] κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον [[παρασύρω]] σε ανήθικες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[κυρίως]] σχετικά με [[κακό]]) [[κάνω]] [[κάτι]] να παρεκκλίνει, [[αποτρέπω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῑν» — παρασκευάζοντας [[μέσο]] εκφυγής για να μην πεθάνουν, <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεκτρέπομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[εκτροπή]] [[προς]] τα [[πλάγια]], [[παθαίνω]] [[παρέκκλιση]] («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῡ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] πλαγίως ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτρέπω]] από την κανονική του [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]], [[απομακρύνω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>παρεκτρέπομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την [[ευθεία]] οδό, [[υπερβαίνω]] τα όρια του πρέποντος, [[παραστρατώ]], ζω έκλυτο βίο<br />β) παραφέρομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών, [[αφηνιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βγάζω]] κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον [[παρασύρω]] σε ανήθικες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[κυρίως]] σχετικά με [[κακό]]) [[κάνω]] [[κάτι]] να παρεκκλίνει, [[αποτρέπω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῖν» — παρασκευάζοντας [[μέσο]] εκφυγής για να μην πεθάνουν, <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεκτρέπομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[εκτροπή]] [[προς]] τα [[πλάγια]], [[παθαίνω]] [[παρέκκλιση]] («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῦ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτρέπω]], [[διαστρέφω]], [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παρεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτρέπω]], [[διαστρέφω]], [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρεκτρέπω:''' отводить в сторону, отклонять (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.
|lstext='''παρεκτρέπω''': [[τρέπω]], [[ἐκτρέπω]] κατὰ [[μέρος]], Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. [[ὀχετός]]). ΙΙ. [[διαστρέφω]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ [[μέρος]], παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εκτρέπω opzij draaien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] aside, [[divert]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] aside, [[divert]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέπω Medium diacritics: παρεκτρέπω Low diacritics: παρεκτρέπω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: parektrépō Transliteration B: parektrepō Transliteration C: parektrepo Beta Code: parektre/pw

English (LSJ)

turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111:—Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς… Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Gegensatz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s'égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εκτρέπω opzij draaien.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτρέπω: отводить в сторону, отклонять (ὀχετόν Eur.): εἰς ἄπρακτα πένθη παρεκτρέπεσθαι Plut. предаться безысходной печали.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω
2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι
μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια του πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο
β) παραφέρομαι, γίνομαι έξω φρενών, αφηνιάζω
νεοελλ.
μτφ. βγάζω κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
αρχ.
1. μτφ. α) (κυρίως σχετικά με κακό) κάνω κάτι να παρεκκλίνει, αποτρέπω, αποφεύγω κάτι («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν» — παρασκευάζοντας μέσο εκφυγής για να μην πεθάνουν, Ευρ.)
β) διαστρέφω, παραμορφώνω
2. παθ. παρεκτρέπομαι
υφίσταμαι εκτροπή προς τα πλάγια, παθαίνω παρέκκλιση («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῦ», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

παρεκτρέπω: μέλ. -ψω, εκτρέπω, διαστρέφω, παρεκκλίνω, αποκλίνω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn aside, divert, Eur.