στρωμνή: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stromni | |Transliteration C=stromni | ||
|Beta Code=strwmnh/ | |Beta Code=strwmnh/ | ||
|Definition=Aeol. -α, Dor. | |Definition=Aeol. -α, Dor. [[στρωμνά]], ἡ, [[bed spread]] or [[prepared]]: generally, [[bed]], [[couch]], Sapph.''Supp.''23.21, Pi.''P.''1.28, A.''Ch.''671, E.''Ph.''421, Th.8.81, X.''Smp.''4.38, etc.; [[mattress]], [[bedding]], Id.''Mem.''2.1.30, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; <b class="b3">σ. ἄφθιτος</b>, of the golden fleece, Pi.''P.''4.230; <b class="b3">στρωνύτω στρωμνάς</b>, of the [[lectisternium]], ''SIG''589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[στρώννυμι]], [[στορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[στρώννυμι]], [[στορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[cubile]]'', [[bed]], [[couch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.81.3/ 8.81.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:51, 16 November 2024
English (LSJ)
Aeol. -α, Dor. στρωμνά, ἡ, bed spread or prepared: generally, bed, couch, Sapph.Supp.23.21, Pi.P.1.28, A.Ch.671, E.Ph.421, Th.8.81, X.Smp.4.38, etc.; mattress, bedding, Id.Mem.2.1.30, Pl.Prt. 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; σ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pi.P.4.230; στρωνύτω στρωμνάς, of the lectisternium, SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; ἄφθιτος, vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 lit étendu, couche;
2 couverture de lit.
Étymologie: στρώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
Russian (Dvoretsky)
στρωμνή: дор. στρωμνά (ᾱ) ἡ
1 постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;
2 покрывало Xen.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α
1. στρωμένη κλίνη
2. κλίνη, ανάκλιντρο
3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα
νεοελλ.
παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, στρωματιά
αρχ.
φρ. α) (στην ποίηση) «στρωμνὴ ἄφθιτος» — το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ.)
β) «στρωνύτω στρωμνάς» — στρώση ιερής κλίνης και, ειδικότερα, εορτή τών Ρωμαίων κατά την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ἔ-στρω-μαι) με επίθημα -μνη (πρβλ. λίμνη, πλήμνη)].
Greek Monotonic
στρωμνή: ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμνή: ἡ, ἐστρωμένη κλίνη ἢ παρεσκευασμένη· καθόλου, κλίνη, ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· στρῶμα, στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. ἄφθιτος, ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
Middle Liddell
στρωμνή, ἡ,
a bed spread or prepared; generally, a bed, couch, Pind., Aesch., etc.: a mattress, bedding, Xen.; στρ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pind. [from στρώτης
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στρώννυμι, στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.