μετανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(5)
(CSV import)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metanistimi
|Transliteration C=metanistimi
|Beta Code=metani/sthmi
|Beta Code=metani/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">remove from his</b> or <b class="b2">their country</b>, <span class="bibl">Plb.3.5.5</span>; εἰς ἄλλας πόλεις <span class="bibl">Id.9.26.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">remove</b>, i. e. <b class="b2">avert</b>, τὰ χείριστα Phld.<span class="title">D.</span>1.19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Pass., c. aor. 2 et pf. Act., <b class="b2">remove, migrate</b>, <span class="bibl">Th.1.12</span>, <span class="bibl">3.114</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>175</span> (anap.), <span class="bibl">Ph.1.514</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>44.9</span> (i A. D.); ἐς χῶρον <span class="bibl">Hdt.9.51</span>, cf. <span class="bibl">D.S.4.85</span>; ἐκ τῶν ἄνω τόπων <span class="bibl">Id.1.37</span>; πρός τινας <span class="bibl">Ph.2.25</span>; <b class="b3">μ. Πελοποννήσου</b> <b class="b2">emigrate from</b>... <span class="bibl">Conon47.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[remove from his]] or [[their country]], Plb.3.5.5; εἰς ἄλλας πόλεις Id.9.26.7.<br><span class="bld">2</span> generally, [[remove]], i.e. [[avert]], τὰ χείριστα Phld.''D.''1.19.<br><span class="bld">II</span> Pass., c. aor. 2 et pf. Act., [[remove]], [[migrate]], Th.1.12, 3.114, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''175 (anap.), Ph.1.514, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''44.9 (i A. D.); ἐς χῶρον [[Herodotus|Hdt.]]9.51, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.85; ἐκ τῶν ἄνω τόπων Id.1.37; πρός τινας Ph.2.25; <b class="b3">μ. Πελοποννήσου</b> [[emigrate from]]... Conon47.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] (s. [[ἵστημι]]), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] (s. [[ἵστημι]]), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταναστήσω, <i>ao.2</i> μετανανέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr., excepté à l'ao.2 et au pf.</i> déplacer, chasser, bannir;<br /><b>2</b> <i>intr. à l'ao.2, au pf. et pqp.</i> se déplacer, s'expatrier, émigrer : ἐς τόπον HDT dans un lieu ; [[παρά]] τινα THC se réfugier auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀνίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετανίστημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[переводить]], [[переселять]], [[перемещать]] (εἰς ἄλλας πόλεις Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[переходить]] (ἐς χῶρόν τινα μεταναστῆναι Her.; [[παρά]] τινα Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανίστημι''': μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· [[πρός]] τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.
|lstext='''μετανίστημι''': μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], [[μεταναστεύω]], Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· [[πρός]] τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, [[μεταναστεύω]], μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταναστήσω, <i>ao.2</i> μετανανέστην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> <i>tr., excepté à l’ao.2 et au pf.</i> déplacer, chasser, bannir;<br /><b>2</b> <i>intr. à l’ao.2, au pf. et pqp.</i> se déplacer, s’expatrier, émigrer : [[ἐς]] τόπον HDT dans un lieu ; [[παρά]] τινα THC se réfugier auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἀνίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετανίστημι]] (Α) [[ανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] κάποιον από τη [[χώρα]] του ή [[αναγκάζω]] κάποιον να εγκαταλείψει τη [[χώρα]] του, να μετοικήσει<br /><b>2.</b> [[μεταθέτω]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[παραμερίζω]]<br /><b>3.</b> [[αποτρέπω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μετανίσταμαι</i><br />α) [[μεταναστεύω]], [[μετοικώ]], εγκαθίσταμαι σε [[άλλο]] [[τόπο]] («ἐς τοῡτον δὴ τὸν χώρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[εγκαταλείπω]] τη ζωή, [[πεθαίνω]].
|mltxt=[[μετανίστημι]] (Α) [[ανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] κάποιον από τη [[χώρα]] του ή [[αναγκάζω]] κάποιον να εγκαταλείψει τη [[χώρα]] του, να μετοικήσει<br /><b>2.</b> [[μεταθέτω]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[παραμερίζω]]<br /><b>3.</b> [[αποτρέπω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μετανίσταμαι</i><br />α) [[μεταναστεύω]], [[μετοικώ]], εγκαθίσταμαι σε [[άλλο]] [[τόπο]] («ἐς τοῦτον δὴ τὸν χώρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[εγκαταλείπω]] τη ζωή, [[πεθαίνω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]], [[απομακρύνω]] κάποιον από τη [[χώρα]] του, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[μετακομίζω]] και [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[αλλού]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ., Σοφ.
|lsmtext='''μετανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετακινώ]], [[απομακρύνω]] κάποιον από τη [[χώρα]] του, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[μετακομίζω]] και [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[αλλού]], [[μεταναστεύω]], σε Ηρόδ., Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αναστήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[remove]] one from his [[country]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> Pass. c. aor2 et perf. act. to [[move]] off and go [[elsewhere]], to [[migrate]], Hdt., Soph.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[migrare]]'', to [[migrate]], [[move]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.12.1/ 1.12.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.114.2/ 3.114.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανίστημι Medium diacritics: μετανίστημι Low diacritics: μετανίστημι Capitals: ΜΕΤΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: metanístēmi Transliteration B: metanistēmi Transliteration C: metanistimi Beta Code: metani/sthmi

English (LSJ)

A remove from his or their country, Plb.3.5.5; εἰς ἄλλας πόλεις Id.9.26.7.
2 generally, remove, i.e. avert, τὰ χείριστα Phld.D.1.19.
II Pass., c. aor. 2 et pf. Act., remove, migrate, Th.1.12, 3.114, S.OC175 (anap.), Ph.1.514, POxy.44.9 (i A. D.); ἐς χῶρον Hdt.9.51, cf. D.S.4.85; ἐκ τῶν ἄνω τόπων Id.1.37; πρός τινας Ph.2.25; μ. Πελοποννήσου emigrate from... Conon47.1.

German (Pape)

[Seite 151] (s. ἵστημι), Einen von seinem Wohnsitz aufstehen lassen und ihn anderswohin führen, εἰς ἄλλας πόλεις, Pol. 9, 26, 7, u. absolut, 3, 5, 5; – in den intr. tempp. = von einem Orte weg, wo anders hingehen; μὴ δῆτ' ἀδικηθῶ σοι πιστεύσας μεταναστάς, Soph. O. C. 172; μεταναστήσομαι, ich werde fortgehen, Plat. Conv. 223 a; οἵπ ερ μετανέστησαν παρὰ Ἀγραίους, Thuc. 3, 114; Sp., wie Philo.

French (Bailly abrégé)

f. μεταναστήσω, ao.2 μετανανέστην, etc.
1 tr., excepté à l'ao.2 et au pf. déplacer, chasser, bannir;
2 intr. à l'ao.2, au pf. et pqp. se déplacer, s'expatrier, émigrer : ἐς τόπον HDT dans un lieu ; παρά τινα THC se réfugier auprès de qqn.
Étymologie: μετά, ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

μετανίστημι:
1 переводить, переселять, перемещать (εἰς ἄλλας πόλεις Polyb.);
2 переходить (ἐς χῶρόν τινα μεταναστῆναι Her.; παρά τινα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

μετανίστημι: μέλλ. -αναστήσω, μετακινῶ τινα ἐκ τῆς χώρας του, ἢ ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὴν χώραν του καὶ μετοικήσῃ, Πολύβ. 3. 5, 5, κτλ. ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀφίνω τὸν τόπον μου καὶ πορεύομαι εἰς ἄλλο μέρος, μεταναστεύω, Θουκ. 1. 12., 3. 114, Σοφ. Ο. Κ. 175· ἐς τόπον Ἡρόδ. 9. 51, Διόδ., κτλ.· πρός τινα Φίλων 2. 612. μ. Πελοποννήσου, μεταναστεύω, μετοικῶ ἐκ..., Κόνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 141. 2.

Greek Monolingual

μετανίστημι (Α) ανίστημι
1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει
2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω
3. αποτρέπω
4. παθ. μετανίσταμαι
α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῦτον δὴ τὸν χώρον ἐβουλεύσαντο μεταναστῆναι», Ηρόδ.)
β) εγκαταλείπω τη ζωή, πεθαίνω.

Greek Monotonic

μετανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. μετακινώ, απομακρύνω κάποιον από τη χώρα του, σε Πολύβ.
II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., μετακομίζω και πηγαίνω κάπου αλλού, μεταναστεύω, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. -αναστήσω
I. to remove one from his country, Polyb.
II. Pass. c. aor2 et perf. act. to move off and go elsewhere, to migrate, Hdt., Soph.

Lexicon Thucydideum

migrare, to migrate, move, 1.12.1, 3.114.2.