παραίτησις: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(Bailly1_4) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraitisis | |Transliteration C=paraitisis | ||
|Beta Code=parai/thsis | |Beta Code=parai/thsis | ||
|Definition= | |Definition=παραιτήσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[supplication]], [[entreaty]], παραίτησιν παραιτεῖσθαι Pl.''Criti.''107a; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = no [[application]] for [[leave]] to [[stay]], Id.''Lg.''915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; [[petition]], POxy.899v21 (iii A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[deprecating]], Th.1.73; [[excuse]], [[apology]], Plb.39.1.5, Jul.''Or.''2.64a (pl.), Chor. in ''Rev.Phil.''1.73, etc.; [[pardon]], ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223.<br><span class="bld">2</span> [[declining]], Plu.2.124b; [[dismissal]], D.C.78.22.<br><span class="bld">III</span> [[intercession]], [[begging off]], Gorg.''Pal.''33, D.9.37. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] ἡ, das [[Erbitten]], [[Besänftigen]], um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das [[Verbitten]], [[Abschlagen]], D. C. 78, 22, [[Losbitten]], 52, 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[demande de pardon]];<br /><b>2</b> [[action de refuser]], [[action de décliner]];<br /><b>3</b> [[action de solliciter pour]], [[action d'intercéder pour]].<br />'''Étymologie:''' [[παραιτέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραίτησις -εως, ἡ [[παραιτέομαι]] [[verzoek]]:. [[φίλων παραίτησις]] = [[voorspraak van vrienden]] Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. [[verontschuldiging]]:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραίτησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[просьба]], [[мольба]]: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;<br /><b class="num">2</b> [[просьба о прощении]]: οὐ παραιτήσεως [[ἕνεκα]] Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;<br /><b class="num">3</b> [[отклонение]], [[отказ]] Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[заступничество]], [[ходатайство]] Dem. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραίτησις:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> θερμή [[προσευχή]], [[ειλικρινής]] [[ικεσία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποδοκιμασία]], [[κατάκριση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[μεσολάβηση]] για [[κάτι]], [[παράκληση]] για την [[απαλλαγή]] από [[κάτι]], σε Δημ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραίτησις''': ἡ, [[ἔνθερμος]] [[παράκλησις]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ [[ἄδεια]] πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως [[ἕνεκα]] = [[ὅπως]] παραιτησώμεθα, «[[ἕνεκα]] τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· [[αἴτησις]] συγγνώμης, [[ἀπολογία]], Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - [[συγχώρησις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· [[ἐγκατάλειψις]] ἢ [[ἀπάρνησις]] δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· [[παραίτησις]], [[ἐγκατάλειψις]] ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. [[μεσιτεία]] ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, [[αἴτησις]] χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26. | |lstext='''παραίτησις''': ἡ, [[ἔνθερμος]] [[παράκλησις]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ [[ἄδεια]] πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως [[ἕνεκα]] = [[ὅπως]] παραιτησώμεθα, «[[ἕνεκα]] τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· [[αἴτησις]] συγγνώμης, [[ἀπολογία]], Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - [[συγχώρησις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· [[ἐγκατάλειψις]] ἢ [[ἀπάρνησις]] δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· [[παραίτησις]], [[ἐγκατάλειψις]] ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. [[μεσιτεία]] ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, [[αἴτησις]] χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[παραίτησις]], εως, [from [[παραιτέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> [[earnest]] [[prayer]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> a [[deprecating]], Thuc.<br /><b class="num">III.</b> an interceding for, [[begging]] off, Dem. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[deprecatio]]'', [[entreating]], [[pleading]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.73.3/ 1.73.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 16 November 2024
English (LSJ)
παραιτήσεως, ἡ,
A supplication, entreaty, παραίτησιν παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.).
II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223.
2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22.
III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, action de décliner;
3 action de solliciter pour, action d'intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραίτησις -εως, ἡ παραιτέομαι verzoek:. φίλων παραίτησις = voorspraak van vrienden Gorg. B 11a.33; μηδεμία τῆς μονῆς παραίτησις ἔτι τούτῳ παρ’ ἀρχόντων γιγνέσθω = hij mag geen enkel recht meer hebben om van de overheid een verblijfsvergunning te vragen Plat. Lg. 915c. verontschuldiging:. ῥηθήσεται... οὐ παραιτήσεως μᾶλλον ἕνεκα het zal niet zozeer gezegd worden ter verontschuldiging Thuc. 1.73.3.
Russian (Dvoretsky)
παραίτησις: εως ἡ
1 просьба, мольба: παραίτησιν παραιτεῖσθαι Plat. обращаться с просьбой; τῆς μονῆς π. Plat. просьба о разрешении остаться;
2 просьба о прощении: οὐ παραιτήσεως ἕνεκα Thuc. (говорить) не для того, чтобы оправдываться;
3 отклонение, отказ Plut.;
4 заступничество, ходатайство Dem.
Greek Monotonic
παραίτησις: ἡ,
I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ.
II. αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ.
III. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψις ἢ ἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
Middle Liddell
παραίτησις, εως, [from παραιτέομαι
I. earnest prayer, Plat.
II. a deprecating, Thuc.
III. an interceding for, begging off, Dem.