στόνος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(11)
 
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stonos
|Transliteration C=stonos
|Beta Code=sto/nos
|Beta Code=sto/nos
|Definition=ὁ, (στένω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sighing</b> or <b class="b2">groaning</b>, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν <span class="bibl">Il.4.445</span>; αἷμα καὶ ἀργαλέος σ. ἀνδρῶν <span class="bibl">19.214</span>; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής <span class="bibl">10.483</span>, <span class="bibl">Od.22.308</span>; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων <span class="bibl">23.40</span>; <b class="b3">διήκει δὲ καὶ πόλιν σ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>900</span> (lyr.); <b class="b3">στόνον σαυτοῦ ποεῖ</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>752</span>; in pl., <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>146</span> (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 592</span> (lyr.): rare in Prose, <span class="bibl">Th.7.71</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[στένω]]) [[sighing]] or [[groaning]], [[Ἔρις]] ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στόνος ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; <b class="b3">διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος</b> A.''Th.''900 (lyr.); <b class="b3">στόνον σαυτοῦ ποεῖ</b>; S.''Ph.''752; in plural, A.''Th.''146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]'' 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] ὁ, das [[Stöhnen]], [[Seufzen]]; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; [[στόνος]] ὤρνυτ' [[ἀεικής]], 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν [[στόνος]], Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben [[οἰμωγή]], Thuc. 7, 71.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[gémissement]] ; <i>qqf en parl. du</i> bruit de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στόνος -ου, ὁ [στένω] [[gezucht]], [[gekreun]], [[gejammer]]; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''στόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[стон]], [[рыдание]] Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;<br /><b class="num">2</b> [[гул]], [[рев]] (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[στένω]]): [[sighing]], [[groaning]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[στεναγμός]], [[κλάμα]] με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», <b>Θουκ.</b><br />β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[θάλασσα]]) [[ρόχθος]], [[βουητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στον</i>- του [[στένω]] (<b>πρβλ.</b> [[λέγω]]: [[λόγος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στόνος:''' ὁ ([[στένω]]), [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρήνος]], βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.
}}
{{ls
|lstext='''στόνος''': ὁ, ([[στένω]]) [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρῆνος]], Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· [[αἷμα]] καὶ [[ἀργαλέος]] στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ [[ἀεικής]] Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον [[σαυτοῦ]] ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στόνος]], ὁ, [[στένω]]<br />a sighing, groaning, [[lamentation]], Hom.; of the sea, Soph.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[στεναγμός]], [[θρῆνος]]). Ἀπό τό [[στένω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[gemitus]]'', [[groan]], [[moan]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.71.6/ 7.71.6].
}}
{{trml
|trtx====[[groaning]]===
Finnish: valittava; German: [[ächzend]], [[stöhnend]]; Spanish: [[gemidor]], [[gemebundo]]; Turkish: inleyerek, sızlanarak
===[[lamentation]]===
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: [[geklaag]], [[geweeklaag]], [[klagen]], [[weeklagen]], [[lamentatie]], [[rouwklacht]]; Greek: [[θρήνος]]; Ancient Greek: [[ἀνάκλαυσις]], [[ἀπολόφυρσις]], [[βρυχηθμός]], [[γόος]], [[ἐπιθρήνησις]], [[θρῆνος]], [[θρηνῳδία]], [[κωκυτός]], [[οἴκτισμα]], [[οἰκτισμός]], [[οἰμωγά]], [[οἰμωγή]], [[ὀλολυγμός]], [[ὀλοφυδνός]], [[ὀλοφυρμός]], [[ὀλόφυρσις]], [[πένθημα]], [[ποτνιασμός]], [[στόνος]], [[σχετλιάσις]]; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: [[lamento]]; Latin: [[lamentatio]], [[lamentum]]; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: [[плач]], [[стенание]]; Tocharian B: kwasalñe
}}
}}

Latest revision as of 15:24, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνος Medium diacritics: στόνος Low diacritics: στόνος Capitals: ΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: stónos Transliteration B: stonos Transliteration C: stonos Beta Code: sto/nos

English (LSJ)

ὁ, (στένω) sighing or groaning, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Il.4.445; αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν 19.214; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, Od.22.308; στόνον . . ἄκουσα κτεινομένων 23.40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος A.Th.900 (lyr.); στόνον σαυτοῦ ποεῖ; S.Ph.752; in plural, A.Th.146 (lyr.); of the sea, στόνῳ βρέμουσιν . . ἀκταί S.Ant. 592 (lyr.): rare in Prose, Th.7.71.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gémissement ; qqf en parl. du bruit de la mer.
Étymologie: στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόνος -ου, ὁ [στένω] gezucht, gekreun, gejammer; overdr.. στόνῳ βρέμουσιν... ἀκταί de kapen brullen jammerlijk Soph. Ant. 592 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

στόνος:
1 стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;
2 гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).

English (Autenrieth)

(στένω): sighing, groaning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ' ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ.
β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον- του στένω (πρβλ. λέγω: λόγος)].

Greek Monotonic

στόνος: ὁ (στένω), στεναγμός, γογγυσμός, θρήνος, βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στόνος: ὁ, (στένω) στεναγμός, γογγυσμός, θρῆνος, Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν Ἰλ. Δ. 445· αἷμα καὶ ἀργαλέος στ. ἀνδρῶν Τ. 214· τῶν δὲ στέρνων ὤρνυτ’ ἀεικής Κ. 483, Ὀδ. Χ. 308· στόνον.. ἄκουσα κτεινομένων Ψ. 40· διήκει δὲ καὶ πόλιν στ. Αἰσχύλ. Θήβ. 900· στόνον σαυτοῦ ποιεῖς Σοφ. Φιλ. 752· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Θήβ. 146· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, στόνῳ… βρέμουσιν ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592· - σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Θουκ. 7. 71.

Middle Liddell

στόνος, ὁ, στένω
a sighing, groaning, lamentation, Hom.; of the sea, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπό τό στένω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

gemitus, groan, moan, 7.71.6.

Translations

groaning

Finnish: valittava; German: ächzend, stöhnend; Spanish: gemidor, gemebundo; Turkish: inleyerek, sızlanarak

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe