πλεονέκτημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(10)
 
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(29 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleonektima
|Transliteration C=pleonektima
|Beta Code=pleone/kthma
|Beta Code=pleone/kthma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">advantage, gain</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>709c</span>, <span class="bibl">D.5.23</span> (pl.), <span class="bibl">18.60</span>, etc.: pl., <b class="b2">gains, successes</b>, <span class="bibl">Gorg.<span class="title">Pal.</span>30</span>; ἐν τοῖς πολέμοις <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.Mag.</span>5.11</span>; <b class="b3">τὰ τοῦ στρατηγοῦντος π</b>. Chor.<span class="bibl">p.35</span> B.; <b class="b2">advantages</b>, <span class="title">SIG</span>888.133 (Scaptopara, iii A. D.); <b class="b2">excellences, virtues</b>, <span class="bibl">Zos.4.54</span>: so in sg., <b class="b2">superiority, superior quality</b>, τῆς αἰτίας <span class="bibl">Diog.Oen.39</span>; τῆς φωνῆς <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.246</span> D.; π. σωματικά <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.194c</span>, cf. Chor.<span class="bibl">p.209</span> B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων π. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>350</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">act of overreaching, undue gain</b>, <span class="bibl">D.21.60</span>, <span class="bibl">50.38</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.</span>5.3</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1311a5</span>; = <b class="b2">vitium</b>, Gloss.</span>
|Definition=πλεονεκτήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[advantage]], [[gain]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., [[gains]], [[success]]es, Gorg.''Pal.''30; ἐν τοῖς πολέμοις X.''Eq.Mag.''5.11; <b class="b3">τὰ τοῦ στρατηγοῦντος πλεονεκτήματα</b> Chor.p.35 B.; [[advantage]]s, ''SIG''888.133 (Scaptopara, iii A. D.); [[excellence]]s, [[virtue]]s, Zos.4.54: so in sg., [[superiority]], [[superior quality]], τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.''Hist.''p.246 D.; π. σωματικά Jul.''Or.''6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων πλεονέκτημα Dam.''Pr.''350.<br><span class="bld">II</span> [[act of overreaching]], [[undue gain]], D.21.60, 50.38, ''Ep.''5.3, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1311a5; = [[vitium]], ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] τό, 1) [[Vorteil]], [[Gewinn]], [[Vorzug]]; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie [[πλεονέκτημα]] μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.
}}
{{bailly
|btext=πλεονεκτήματος (τό) :<br />[[supériorité]], [[avantage]], [[ascendant]], [[prééminence]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, τό [[πλεονεκτέω]] [[voordeel]]:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; [[succes]]:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονέκτημα:''' πλεονεκτήματοςτό<br /><b class="num">1</b> [[преимущество]], [[превосходство]] Plat., Dem., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[насилие]], [[обман]], тж. [[обида]] (οὐ δίκαια, ἀλλὰ πλεονεκτήματα Dem.).
}}
{{ls
|lstext='''πλεονέκτημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, [[τέχνασμα]] ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.
}}
{{grml
|mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῖν...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσόν]], [[υπεροχή]] ως [[προς]] κάποιο [[σημείο]], [[έναντι]] άλλου ή άλλων (α. «έχει το [[πλεονέκτημα]] του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «απόλυτο [[πλεονέκτημα]]» η [[ικανότητα]] παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει [[αγαθό]] ή [[υπηρεσία]] σε [[κόστος]] χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή<br />β) «συγκριτικό [[πλεονέκτημα]]» — η [[ικανότητα]] προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα [[αγαθά]] ή υπηρεσίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πλεονέκτης]], να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η [[πλεονεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] με την οποία βρίσκεται [[κανείς]] σε ισχυρότερη [[θέση]] από έναν άλλον, το [[τέχνασμα]] («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακία]], [[πονηρία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλεονέκτημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[πλεονέκτημα]], [[απόκτημα]], [[προνόμιο]], σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]] απάτης, ιδιοτελές [[τέχνασμα]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλεονέκτημα]], ατος, τό, [from [[πλεονεκτέω]]<br /><b class="num">I.</b> an [[advantage]], [[gain]], [[privilege]], Plat., Dem.: in plural gains, successes, Xen.<br /><b class="num">II.</b> an act of overreaching, [[selfish]] [[trick]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[superiority]], [[piece of sharp-practice]], [[selfish act]]
}}
{{trml
|trtx====[[superiority]]===
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: [[優勢]], [[优势]], [[優越]], [[优越]]; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: [[supériorité]]; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: [[Überlegenheit]]; Greek: [[ανωτερότητα]], [[υπεροχή]]; Ancient Greek: [[βελτιότης]], [[διαφορά]], [[ἐκπρέπεια]], [[ἐπικράτεια]], [[ἐπικράτησις]], [[περισσεία]], [[περισσότης]], [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεξία]], [[πλεονεξίη]], [[προτέρημα]], [[προτέρησις]], [[ὑπέρβλημα]], [[ὑπερβολή]], [[ὑπεροχή]], [[ὑπερτερία]], [[ὑπερφέρεια]]; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: [[superiorità]]; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: [[superioritas]]; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: [[superioridade]]; Romanian: superioritate; Russian: [[превосходство]], [[старшинство]]; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: [[superioridad]]; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονέκτημα Medium diacritics: πλεονέκτημα Low diacritics: πλεονέκτημα Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ
Transliteration A: pleonéktēma Transliteration B: pleonektēma Transliteration C: pleonektima Beta Code: pleone/kthma

English (LSJ)

πλεονεκτήματος, τό,
A advantage, gain, Pl.Lg.709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., gains, successes, Gorg.Pal.30; ἐν τοῖς πολέμοις X.Eq.Mag.5.11; τὰ τοῦ στρατηγοῦντος πλεονεκτήματα Chor.p.35 B.; advantages, SIG888.133 (Scaptopara, iii A. D.); excellences, virtues, Zos.4.54: so in sg., superiority, superior quality, τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.Hist.p.246 D.; π. σωματικά Jul.Or.6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων πλεονέκτημα Dam.Pr.350.
II act of overreaching, undue gain, D.21.60, 50.38, Ep.5.3, Arist.Pol.1311a5; = vitium, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 630] τό, 1) Vorteil, Gewinn, Vorzug; μέγα πλ. ἂν θείην, Plat. Legg. IV, 709 c; τὰ ἐν τοῖς πολέμοις πλεονεκτήματα, Xen. Hipp. 5, 11; πρὸς πόλεμον πολλὰ πλεονεκτήμαθ' ἡμῖν ὑπάρχει, Dem. 9, 52, wie πλεονέκτημα μέγα ὑπῆρξε Φιλίππῳ 18, 60, u. öfter. – 2) Alles, wodurch tman einen Andern übervortheilt, betrügt, ἃ δίκαια οὐκ ἦν, ἀλλὰ πλεονεκτήματα τούτου Dem. 50, 38, u. Sp.; vgl. Pol. 2, 38, 8.

French (Bailly abrégé)

πλεονεκτήματος (τό) :
supériorité, avantage, ascendant, prééminence.
Étymologie: πλεονεκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, τό πλεονεκτέω voordeel:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; succes:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5.

Russian (Dvoretsky)

πλεονέκτημα: πλεονεκτήματοςτό
1 преимущество, превосходство Plat., Dem., Xen.;
2 насилие, обман, тж. обида (οὐ δίκαια, ἀλλὰ πλεονεκτήματα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

πλεονέκτημα: τό, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 709C, Δημ. 63. 1., 245. 13, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐπιτυχίαι, ἐν τοῖς πολέμοις Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 11. ΙΙ. πρᾶξις ἀπάτης ἢ ἐξαπατήσεως, τέχνασμα ἔχον ἰδιοτελεῖς σκοπούς, Δημ. 533. 28., 1218, 29., 1490. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 10.

Greek Monolingual

το ΝΜΑ πλεονεκτώ·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῖν...», Δημοσθ.)
2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο, έναντι άλλου ή άλλων (α. «έχει το πλεονέκτημα του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «απόλυτο πλεονέκτημα» η ικανότητα παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει αγαθό ή υπηρεσία σε κόστος χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή
β) «συγκριτικό πλεονέκτημα» — η ικανότητα προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα αγαθά ή υπηρεσίες
μσν.-αρχ.
το να είναι κανείς πλεονέκτης, να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η πλεονεξία
αρχ.
1. η ενέργεια με την οποία βρίσκεται κανείς σε ισχυρότερη θέση από έναν άλλον, το τέχνασμα («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», Δημοσθ.)
2. κακία, πονηρία.

Greek Monotonic

πλεονέκτημα: -ατος, τό,
I. πλεονέκτημα, απόκτημα, προνόμιο, σε Πλάτ., Δημ.· στον πληθ., αποκτήματα, επιτυχίες, προνόμια, σε Ξεν.
II. πράξη απάτης, ιδιοτελές τέχνασμα, σε Δημ.

Middle Liddell

πλεονέκτημα, ατος, τό, [from πλεονεκτέω
I. an advantage, gain, privilege, Plat., Dem.: in plural gains, successes, Xen.
II. an act of overreaching, selfish trick, Dem.

English (Woodhouse)

superiority, piece of sharp-practice, selfish act

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

superiority

Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство