ἀσφαλής: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui ne glisse pas <i>ou</i> ne tombe pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ferme, solide;<br /><b>2</b> sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; <i>en parl. d’un orateur</i> persuasif;<br /><b>II.</b> qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; [[ἐν]] ἀσφαλεῖ THC, [[ἐν]] [[τῷ]] ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; <i>neutre adv.</i> ἀσφαλὲς [[αἰεί]] OD <i>ou</i> ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[αἰεί]] IL solidement et sûrement pour toujours;<br /><b>III.</b> qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;<br /><i>Cp.</i> ἀσφαλέστερος, <i>Sp.</i> ἀσφαλέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σφάλλω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> qui ne glisse pas <i>ou</i> ne tombe pas, <i>d’où</i><br /><b>1</b> ferme, solide;<br /><b>2</b> sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; <i>en parl. d’un orateur</i> persuasif;<br /><b>II.</b> qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; [[ἐν]] ἀσφαλεῖ THC, [[ἐν]] [[τῷ]] ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; <i>neutre adv.</i> ἀσφαλὲς [[αἰεί]] OD <i>ou</i> ἔμπεδον ἀσφαλὲς [[αἰεί]] IL solidement et sûrement pour toujours;<br /><b>III.</b> qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;<br /><i>Cp.</i> ἀσφαλέστερος, <i>Sp.</i> ἀσφαλέστατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σφάλλω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[σφάλλω]]): only neut. as adv. (= [[ἀσφαλέως]]), ἀσφαλὲς [[αἰεί]], ‘forever [[without]] [[end]],’ Od. 6.42. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, (σφάλλομαι, σφαλῆναι)
A not liable to fall, immovable, steadfast, in Hom. only once as Adj. (cf. infr. III), θεῶν ἕδος ἀ. αἰεί Od.6.42, cf. Hes.Th.128, Pi.N.6.3, Theoc.2.34, etc.; ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant.454; unshaken, of purpose, ἀ. ὁ νοῦς Id.Fr.351. 2 of friends and the like, unfailing, trusty, οὐ γὰρ οἱ . . εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Id.Aj.1251; ἀ. στρατηλάτης E.Ph.599, cf. Th.1.69: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in counsel are not safe, S.OT617, cf. Pl.Sph.231a; σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματ' ἀσφαλέσταται E.IT1062; of things, sure, certain, Th.4.108,etc. 3 assured from danger, safe, ἀ. αἰών Pi.P.3.86; ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ S.OC1288; ἀ. ὄρος X.Lac.12.1; ὁδός -εστέρα Id.HG5.4.51; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ in safety, Th.1.137, 8.39, cf. Pl.Lg.892e; ἐν ἀσφαλεῖ τοῦ μὴ παθεῖν X.Cyr.3.3.31; τοῦ λαλεῖν Men.Sam.25; ἐν -εστέρῳ, -εστάτῳ, X.Cyr.7.1.21, An.1.8.22; ἐν ἀ. βίου E.Hipp.785; μένειν ἐν τῷ ἀ. X. An.4.7.8; ἐξ ἀσφαλοῦς from a place of safety, Id.Eq.Mag.4.16; τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκα Hdt.1.109; τὸ ἀ., = ἀσφάλεια, Th.6.55, etc.; μετὰ τοῦ αὑτῆς ἀ. with no risk to herself, Plot.4.8.7; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to... Hdt.3.75, E.Ph.891, Ar.Av.1489: abs., ἀλλ' οὐκ ἀσφαλές Pl.Phlb.61d, etc.; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν X.An.3.2.19. 4 ἀ. ῥήτωρ a convincing speaker, Id.Mem.4.6.15. 5 in Lit. Crit., sound, not risky, of language or rhythm, Demetr.Eloc.19,41. Adv. -ῶς, ἐρεῖ ib.78. II Subst. ἀσφαλές, τό, = ἀσφάλεια 6, BGU984.14 (iv A. D.), etc. III Ep. Adv. ἀσφαλέως, ἔχειν, μένειν, to be, remain firm, steady, Il.23.325, Od.17.235: neut. ἀσφαλές as Adv., Il. (v. infr.); δρακεῖσ' ἀσφαλές Pi.P.2.20; ἀ. ἀγορεύει without faltering, Od.8.171, Hes.Th.86; ἔμπεδον ἀσφαλέως Il.13.141, Od.13.86; ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί Il.15.683. Adv. ἀσφαλῶς (-έως) is used in all senses of the Adj., -έως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4; in safety, with certainty, S.OT613; ἀ. βουλεύειν And.3.34; ἀ. ἔχει Hdt.1.86: c. inf., Lys.27.6; ἀ. προσθεῖναι as a precaution, Alex.Aphr. in Mete.14.10: Comp. -έστερον Hdt.2.161, Pl.Phd.85d; but -εστέρως Hp.Prorrh.2.15, Th.4.71: Sup. -έστατα Hp.Prorrh. 2.23, Pl.R.467e.
German (Pape)
[Seite 381] ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάθρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παθεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παθεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευθῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωθήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰλής: ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, ἑδραῖος, στερεός, ἀσάλευτος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ νοῦς ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., πιστός, βέβαιος, ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. στρατηλάτης Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ ταχέως σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν εἶναι ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, βέβαιος, ἀναμφίβολος, Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, ἀκίνδυνος, ἀβλαβής, ἀσφαλής, Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ.
Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. ῥήτωρ, πειστικός, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. ἀσφάλεια 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, διαμένω ἀσφαλής, ἑδραῖος, Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, ἄνευ διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 (ἔνθα ἴδε Nitzsch, πρβλ. μειλίχιος), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ μετὰ συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ μετὰ πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς εἶναι ἐν χρήσει μετὰ πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, μετὰ βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui ne glisse pas ou ne tombe pas, d’où
1 ferme, solide;
2 sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; en parl. d’un orateur persuasif;
II. qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; ἐν ἀσφαλεῖ THC, ἐν τῷ ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; neutre adv. ἀσφαλὲς αἰεί OD ou ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί IL solidement et sûrement pour toujours;
III. qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;
Cp. ἀσφαλέστερος, Sp. ἀσφαλέστατος.
Étymologie: ἀ, σφάλλω.
English (Autenrieth)
(σφάλλω): only neut. as adv. (= ἀσφαλέως), ἀσφαλὲς αἰεί, ‘forever without end,’ Od. 6.42.