ἐξεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=subj. ἐξείπω, opt. -ποι, fut. [[ἐξερέω]]: [[speak]] [[out]].
|auten=subj. ἐξείπω, opt. -ποι, fut. [[ἐξερέω]]: [[speak]] [[out]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐξεῑπον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[declare]] [[fully]] πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ [[μέτρον]] ἔχων [[ὕμνος]] (I. 1.60)
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεῖπον Medium diacritics: ἐξεῖπον Low diacritics: εξείπον Capitals: ΕΞΕΙΠΟΝ
Transliteration A: exeîpon Transliteration B: exeipon Transliteration C: ekseipon Beta Code: e)cei=pon

English (LSJ)

inf. ἐξειπεῖν, aor. 2 in use of ἐξαγορεύω; ἐξερῶ (q.v.) being the fut.: also aor. 1

   A ἐξεῖπας S.El.521:—tell out, declare, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61; αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι 24.654, cf. Od.15.443; ἐ. ὅτι μοι παρορᾷς Ar.Av.454 (lyr.); ἀκριβείᾳ χαλεπὸν ἐ. Th.7.87.    2 c. dupl. acc., κακὰ ἐ. τινά tell evil tales of a person, D.21.79; τίν' ἀρχήν σ' ἐξείπω κακῶν; E.El.907; πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας, ὡς . . S.El.521, cf. 984.

German (Pape)

[Seite 875] (s. εἶπον), fut. ἐξερῶ (s. unten auch ἐξερὲω), perf. ἐξείρηκα u. s. w., gerade heraussagen; ἐξείπω καὶ πάντα διΐξομαι Il. 9, 61; Etwas aussagen, es bekannt machen, oft mit dem Nebenbegriff verrathen, τινί τι, 24, 654 Od. 15, 443; Pind. I. 1, 60; Aesch. Ag. 908; ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ Soph. Phil. 329; ἃ ἐξείρηκας Tr. 349; καὶ τόδ' ἐξειρήσεται 1176; ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν Thuc. 7, 87; wie εἰπεῖν mit doppeltem acc., καὶ τὴν μητέρα κἀμὲ ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα κακὰ ἐξεῖπον Dem. 21, 79, sie sagten gegen mich frech heraus; vgl. Soph. El. 521; τίν' ἀρχὴν πρῶτά σ' ἐξείπω κακῶν Eur. El. 907; spätere Prosa, πρός τινα Plut. Thes. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεῖπον: ἀπαρ., ἐξειπεῖν, κεῖται ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ ῥήμ. ἐξαγορεύω· τὸ δὲ ἐξερέω (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μέλλ.: ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἐξεῖπας Σοφ. Ἠλ. 521. Λέγω τι καθαρά, ἀλλ’ ἄγ’ ἐγών, ὃς σεῖο γεραίτερος εὔχομαι εἶναι, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι, «λαλήσω καὶ πάντα διεξέλθω» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 61· ἐξαγγέλλω, τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο... αὐτῶν, ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι Ω. 654, πρβλ. Ὀδ. Ο. 443· ἐξ. ὅ τι μοι παρορᾷς Ἀριστοφ. Ὄρν. 454· ἀκριβείᾳ ἐξ. Θουκ. 7. 87. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., λέγω, ἐκστομίζω, ὁμιλῶ κατά τινος, καὶ τὴν μητέρα καὶ ἐμέ... ῥητὰ καὶ ἄρρητα κακὰ ἐξεῖπον Δημ. 540· 10· διηγοῦμαι, τιν’ ἀρχὴν πρῶτά σ’ ἐξείπω κακῶν; Εὐρ. Ἠλ. 907· κατηγορῶ, καί τοι πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας ὡς... Σοφ. Ἠλ. 521, πρβλ. 984.

French (Bailly abrégé)

ao.2, inf. ἐξειπεῖν;
dire, déclarer : τι qch ; τί τινι, τι πρός τινα, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: ἐξ, εἶπον.

English (Autenrieth)

subj. ἐξείπω, opt. -ποι, fut. ἐξερέω: speak out.

English (Slater)

ἐξεῑπον
   1 declare fully πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.60)