ἕζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(Autenrieth)
(big3_13)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ἑδ), 2 [[sing]]. [[ἕζεαι]], imp. [[ἕζεο]], [[ἕζευ]], ipf. ἑζόμην: [[sit]] [[down]], [[take]] a [[seat]]; in dodging a [[spear]], Il. 22.275; [[fig]]., of the sinking of the [[scale]], κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.
|auten=([[root]] ἑδ), 2 [[sing]]. [[ἕζεαι]], imp. [[ἕζεο]], [[ἕζευ]], ipf. ἑζόμην: [[sit]] [[down]], [[take]] a [[seat]]; in dodging a [[spear]], Il. 22.275; [[fig]]., of the sinking of the [[scale]], κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> pres. imper. ἕζευ <i>Il</i>.24.522, Call.<i>Fr</i>.228.47; aor. pas. subj. ἑσθῶ S.<i>OC</i> 195; para las formas [[εἷσα]], εἱσάμην, εἵσομαι, [[εἷμαι]] y ἕσαι v. [[ἵζω]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sentarse]]<br /><b class="num">a)</b> de pers., dioses c. ἐπί indic. sobre lo que uno se sienta ἕζεο τῷδ' ἐπὶ δίφρῳ <i>Il</i>.6.354, ἐπὶ θρόνου <i>Il</i>.24.522, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην [[βάθρον]] S.<i>OC</i> 100, ὄργανον ... ἐφ' ὃ ἑζομένη Hp.<i>Mul</i>.2.181, ἐπὶ κλιντῆρι Theoc.2.113, c. otros giros prep. ἕζετο δ' εἰνὶ θρόνῳ <i>Il</i>.15.150, κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε <i>Od</i>.3.389, κατ' Ὄλυμπον Q.S.10.335, ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο <i>Od</i>.4.51, sólo c. ac. εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.<i>Ai</i>.249, c. dat. ἑζομένη δελφῖνι Nonn.<i>D</i>.6.308, ἑζομένην λοφιῇσιν Nonn.<i>D</i>.13.443, c. constr. pred. ἐγὼ οὐδ' οἵδε παῖδες ἑζόμεσθ' ἐφέστιοι S.<i>OT</i> 32<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. de junto a quien o a lo que uno se sienta παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ ἑζόμεθ' <i>Od</i>.10.63, Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν <i>Od</i>.22.379, παρ' αὐτὸν ἑζομένη <i>Od</i>.23.99, Διὸς παρὰ θρόνον E.<i>Fr</i>.620, παρὰ τοῖν ποδοῖν I.<i>AI</i> 18.187<br /><b class="num">•</b>abs. [[ἄμφω]] δ' ἑζομένω <i>Il</i>.3.211, ἦ 'σθῶ; ¿debo sentarme?</i> S.l.c., δαίνυνθ' ἑζόμενοι A.R.2.305, [[ἄμφω]] ἕζονται Luc.<i>Syr.D</i>.31<br /><b class="num">•</b>c. adv. o sintagma adverbial ἑζομένη δὲ κατ' [[αὖθι]] <i>Od</i>.21.55, Θέμιστι ἐγκλιδὸν ἑζομένῃ <i>h.Hom</i>.23.3, ἐν σκιῇ ἑζόμενον sentándose a la sombra</i> Hes.<i>Op</i>.593, [[αὐτίκα]] ἕζετ' Pi.<i>I</i>.6.56, ἕζεο δὴ τηνεί Theoc.<i>Ep</i>.4.13, μέσῳ ἕζεται Luc.<i>Astr</i>.10;<br /><b class="num">b)</b> de anim. voladores [[posarse]] Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.<i>Ra</i>.682, del coro de aves ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου Ar.<i>Au</i>.742, de insectos ἑζόμεναι λιγυροῖσιν ἐπὶ στομάτεσσι μέλισσαι <i>AP</i> 2.1.386 (Christod.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[establecerse]], [[asentarse]] c. ac. τόδ' ἕζετο μαντεῖον A.<i>Eu</i>.3, c. giro prep. ἐς ... Κολοφῶνα ... ἑζόμεθ' Mimn.12.4, ἕζευ ... ἐπ' Ἄθω κολώναν Call.l.c., cf. Opp.<i>H</i>.1.327<br /><b class="num">•</b>[[situarse]], [[colocarse]] c. ἐκ y gen. ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε situaos fuera del centro (de nuestra contienda)</i>, Hdt.8.22.<br /><b class="num">II</b> c. énfasis en el mov. ‘hacia abajo’<br /><b class="num">1</b> [[caer al suelo]] ὁ δ' ἕζετο χεῖρε πετάσσας [[ἄμφω]] <i>Il</i>.14.495<br /><b class="num">•</b>[[bajar hasta el suelo]], [[hundirse]] αἱ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην las Keres (en la psicostasia) de los aqueos bajaron hacia la tierra feraz</i>, <i>Il</i>.8.74.<br /><b class="num">2</b> [[agacharse]], [[agazaparse]] ἕζετο γὰρ προϊδών <i>Il</i>.22.275, Ὀδυσσεὺς ἕζετο κερδοσύνῃ <i>Od</i>.14.31, ἑζόμενος aganchádose</i> para orinar, Hes.<i>Op</i>.731.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Pres. secundario (el primario es ἵζω < *<i>si-sd-ō</i>, como lat. <i>sīdō</i>), formado sobre ἑζόμην, antiguo aor. red. < *<i>se-sd-o-mān</i>, cf. av. opt. <i>ha-zd-yāt</i>, de la r. *<i>sed</i>-; cf. tb. gót. <i>satjan</i>, aesl. <i>sěděti</i>, etc.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕζομαι Medium diacritics: ἕζομαι Low diacritics: έζομαι Capitals: ΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hézomai Transliteration B: hezomai Transliteration C: ezomai Beta Code: e(/zomai

English (LSJ)

imper.

   A ἕζευ Il.24.522: impf. and aor. 2 ἑζόμην: aor. 1 Pass. ἕσθην, only ἦ 'σθῶ; S.OC195 (s.v.l.):—seat oneself, sit, in Hom. only pres. and impf., εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150; ἐς θρόνους Od.4.51; ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354; κατὰ κλισμούς Od.3.389; ποτὶ βωμόν 22.379; ἐπὶ βάθρον S.OC100, cf. Ar.Ra.682 (s. v.l.); ἕ. ἐς Κολοφῶνα Mimn.9; ἀμφὶ κλάδοις E.Ph.1516 (anap.): c. acc. only, τόδ' ἕζετο μαντεῖον A. Eu.3; εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Aj.249 (lyr.); ἐπὶ χθονὶ . . ἑζέσθην they sank to the earth, of a pair of scales, Il.8.74; once in Hdt., ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε 8.22, and in late Prose, J.AJ18.6.6, Luc.Syr. D.31, Astr.10; in Att. Prose καθέζομαι was always used.    2 crouch, in a posture of defence, Il.22.275, Od.14.31.    3 sink to the ground, collapse, Il.13.653, 14.495.    II Act., ἕζω set, place, is not found: for εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι, v. ἵζω. (Cf. ἕδος.)

German (Pape)

[Seite 717] s. ἕδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕζομαι: παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν εἶναι Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, προσέτι καὶ τὸ ῥῆμα καθέζομαι. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται ὡσαύτως ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ σέδας = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. ἧμαι). Καθίζω ἐμαυτόν, καθέζομαι, Ὁμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· ποτὶ βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ βάθρον Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· ἀμφί τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο μαντεῖον Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε καθίζω ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄερθεν ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ καθέζομαι ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς τύπος ἕζω, καθίζω, τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ αὐτοῦ ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους εἷσα, μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. εἷμαι, (ἴδε εἷσα): - τὸ μεταβατικὸν ῥῆμα εἶναι ἵζω, ἢ ἱδρύω.

French (Bailly abrégé)

v. *ἕζω.

English (Autenrieth)

(root ἑδ), 2 sing. ἕζεαι, imp. ἕζεο, ἕζευ, ipf. ἑζόμην: sit down, take a seat; in dodging a spear, Il. 22.275; fig., of the sinking of the scale, κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.

Spanish (DGE)

• Morfología: pres. imper. ἕζευ Il.24.522, Call.Fr.228.47; aor. pas. subj. ἑσθῶ S.OC 195; para las formas εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι y ἕσαι v. ἵζω
I 1sentarse
a) de pers., dioses c. ἐπί indic. sobre lo que uno se sienta ἕζεο τῷδ' ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354, ἐπὶ θρόνου Il.24.522, κἀπὶ σεμνὸν ἑζόμην βάθρον S.OC 100, ὄργανον ... ἐφ' ὃ ἑζομένη Hp.Mul.2.181, ἐπὶ κλιντῆρι Theoc.2.113, c. otros giros prep. ἕζετο δ' εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150, κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε Od.3.389, κατ' Ὄλυμπον Q.S.10.335, ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο Od.4.51, sólo c. ac. εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Ai.249, c. dat. ἑζομένη δελφῖνι Nonn.D.6.308, ἑζομένην λοφιῇσιν Nonn.D.13.443, c. constr. pred. ἐγὼ οὐδ' οἵδε παῖδες ἑζόμεσθ' ἐφέστιοι S.OT 32
c. giro prep. de junto a quien o a lo que uno se sienta παρὰ σταθμοῖσιν ἐπ' οὐδοῦ ἑζόμεθ' Od.10.63, Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν Od.22.379, παρ' αὐτὸν ἑζομένη Od.23.99, Διὸς παρὰ θρόνον E.Fr.620, παρὰ τοῖν ποδοῖν I.AI 18.187
abs. ἄμφω δ' ἑζομένω Il.3.211, ἦ 'σθῶ; ¿debo sentarme? S.l.c., δαίνυνθ' ἑζόμενοι A.R.2.305, ἄμφω ἕζονται Luc.Syr.D.31
c. adv. o sintagma adverbial ἑζομένη δὲ κατ' αὖθι Od.21.55, Θέμιστι ἐγκλιδὸν ἑζομένῃ h.Hom.23.3, ἐν σκιῇ ἑζόμενον sentándose a la sombra Hes.Op.593, αὐτίκα ἕζετ' Pi.I.6.56, ἕζεο δὴ τηνεί Theoc.Ep.4.13, μέσῳ ἕζεται Luc.Astr.10;
b) de anim. voladores posarse Θρηικία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar.Ra.682, del coro de aves ἑζόμενος μελίας ἔπι φυλλοκόμου Ar.Au.742, de insectos ἑζόμεναι λιγυροῖσιν ἐπὶ στομάτεσσι μέλισσαι AP 2.1.386 (Christod.).
2 fig. establecerse, asentarse c. ac. τόδ' ἕζετο μαντεῖον A.Eu.3, c. giro prep. ἐς ... Κολοφῶνα ... ἑζόμεθ' Mimn.12.4, ἕζευ ... ἐπ' Ἄθω κολώναν Call.l.c., cf. Opp.H.1.327
situarse, colocarse c. ἐκ y gen. ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε situaos fuera del centro (de nuestra contienda), Hdt.8.22.
II c. énfasis en el mov. ‘hacia abajo’
1 caer al suelo ὁ δ' ἕζετο χεῖρε πετάσσας ἄμφω Il.14.495
bajar hasta el suelo, hundirse αἱ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην las Keres (en la psicostasia) de los aqueos bajaron hacia la tierra feraz, Il.8.74.
2 agacharse, agazaparse ἕζετο γὰρ προϊδών Il.22.275, Ὀδυσσεὺς ἕζετο κερδοσύνῃ Od.14.31, ἑζόμενος aganchádose para orinar, Hes.Op.731.

• Etimología: Pres. secundario (el primario es ἵζω < *si-sd-ō, como lat. sīdō), formado sobre ἑζόμην, antiguo aor. red. < *se-sd-o-mān, cf. av. opt. ha-zd-yāt, de la r. *sed-; cf. tb. gót. satjan, aesl. sěděti, etc.