αμύνομαι: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(3) |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἀμύνομαι και [[ἀμύνω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον<br /><b>3.</b> υπερασπίζομαι κάποιον ή [[κάτι]], [[προασπίζω]], [[προστατεύω]] την [[ακεραιότητα]] του, [[δίνω]] [[μάχη]], [[αγωνίζομαι]] γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου [[αμύνομαι]] | |mltxt=(Α ἀμύνομαι και [[ἀμύνω]])<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε [[άμυνα]]<br /><b>2.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον<br /><b>3.</b> υπερασπίζομαι κάποιον ή [[κάτι]], [[προασπίζω]], [[προστατεύω]] την [[ακεραιότητα]] του, [[δίνω]] [[μάχη]], [[αγωνίζομαι]] γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου [[αμύνομαι]] πρβλ. το ενεργητικό [[ἀμύνω]])<br /><b>αρχ.</b><br />Ι (ενεργητική)<br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[υπερασπίζω]], [[προασπίζω]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br />το ρ. απαντά με διάφορες συντάξεις: α) (δίπτωτο) με [[αιτιατική]] προσώπου ή πράγματος το οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να αποκρούσει και β) με [[δοτική]] προσώπου (που [[συχνά]] μπορεί και να παραλείπεται) από το οποίο αποκρούεται ο [[κίνδυνος]]<br />γ) μόνο με [[δοτική]] προσώπου<br />δ) με γενική εκείνου από το(ν) οποίο απομακρύνεται ο [[κίνδυνος]]<br />ε) με τις προθέσεις <i>από</i>, [[περί]], [[υπέρ]]-<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀμύνατε», [[βοήθεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. της μετοχής ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμυνοῦντα</i> [[μέσα]] άμυνας<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και [[συχνά]] [[δοτική]] οργανική) εκδικούμαι, [[αντεκδικούμαι]], [[ανταποδίδω]] τα ίσα (σπάνια με αυτή τη [[σημασία]] και το ενεργητικό)<br /><b>2.</b> (με [[αιτιατική]] προσώπου και γενική πράγματος ή εμπρόθετο) [[τιμωρώ]] κάποιον για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (σπανιότερα με παθητική [[σημασία]]) α) αποκρούομαι, β) τιμωρούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ν</i> (έρρινη ριζική [[επαύξηση]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ye</i> / -<i>yo</i>- ([[επίθημα]]) με [[αφομοίωση]] και εν συνεχεία με [[απλοποίηση]] του συμπλέγματος -<i>νy</i>- και [[αντέκταση]] του <i>υ</i> σε <i>ῡ</i> (<i>ἀμῡνω</i> πρβλ. <i>πλῡνω</i>). Αν το <i>ἀμῡ</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i> συνδέεται ετυμολογικά, όπως θα μπορούσε λόγω της ρίζας του (<i>ἀμυ</i>-), με το ρ. <i>ἀμεύ</i>-<i>ω</i> «[[μετακινώ]], [[μετατοπίζω]], [[απωθώ]]», [[τότε]] αρχικά το [[ἀμύνω]] θα σήμαινε «[[απωθώ]], [[απομακρύνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυνάθω]] [[ἀμυντήρ]], <i>ἄμυντρον</i>, [[ἀμύντωρ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμύντης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμυντικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀπαμύνω]], [[ἐπαμύνω]], [[καταμύνω]], [[περιαμύνω]], [[προσαμύνω]], [[συναμύνω]], [[συνεπαμύνω]], [[κατεπαμύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανταμύνομαι]], <i>αυτοαμύνομαι</i>, [[υπεραμύνομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
(Α ἀμύνομαι και ἀμύνω)
1. βρίσκομαι σε άμυνα
2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον
3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις του αρχαίου αμύνομαι πρβλ. το ενεργητικό ἀμύνω)
αρχ.
Ι (ενεργητική)
1. αποκρούω, υπερασπίζω, προασπίζω
2. βοηθώ, συντρέχω
το ρ. απαντά με διάφορες συντάξεις: α) (δίπτωτο) με αιτιατική προσώπου ή πράγματος το οποίο πρέπει κανείς να αποκρούσει και β) με δοτική προσώπου (που συχνά μπορεί και να παραλείπεται) από το οποίο αποκρούεται ο κίνδυνος
γ) μόνο με δοτική προσώπου
δ) με γενική εκείνου από το(ν) οποίο απομακρύνεται ο κίνδυνος
ε) με τις προθέσεις από, περί, υπέρ-
3. φρ. «ἀμύνατε», βοήθεια
4. (το ουδ. της μετοχής ως ουσιαστικό) τὰ ἀμυνοῦντα μέσα άμυνας
ΙΙ μέσ.
1. (με αιτιατική προσώπου και συχνά δοτική οργανική) εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω τα ίσα (σπάνια με αυτή τη σημασία και το ενεργητικό)
2. (με αιτιατική προσώπου και γενική πράγματος ή εμπρόθετο) τιμωρώ κάποιον για κάτι
3. (σπανιότερα με παθητική σημασία) α) αποκρούομαι, β) τιμωρούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυ- + ν (έρρινη ριζική επαύξηση) + -ye / -yo- (επίθημα) με αφομοίωση και εν συνεχεία με απλοποίηση του συμπλέγματος -νy- και αντέκταση του υ σε ῡ (ἀμῡνω πρβλ. πλῡνω). Αν το ἀμῡ-ν-ω συνδέεται ετυμολογικά, όπως θα μπορούσε λόγω της ρίζας του (ἀμυ-), με το ρ. ἀμεύ-ω «μετακινώ, μετατοπίζω, απωθώ», τότε αρχικά το ἀμύνω θα σήμαινε «απωθώ, απομακρύνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυνάθω ἀμυντήρ, ἄμυντρον, ἀμύντωρ
αρχ.-μσν.
ἀμύντης
νεοελλ.
αμυντικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀπαμύνω, ἐπαμύνω, καταμύνω, περιαμύνω, προσαμύνω, συναμύνω, συνεπαμύνω, κατεπαμύνω
νεοελλ.
ανταμύνομαι, αυτοαμύνομαι, υπεραμύνομαι].