Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαιλέων: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(13)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamaileon
|Transliteration C=chamaileon
|Beta Code=xamaile/wn
|Beta Code=xamaile/wn
|Definition=οντος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chameleon, Chamaeleo vulgaris</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>503a15</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>8.120</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>1.249</span>; used as an image of changefulness, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1100b6</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> name of various plants, so called <b class="b2">from their leaves changing colour</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>6.4.3</span>, <span class="bibl">9.12.1</span>, <span class="bibl">9.14.1</span>; χ. λευκός <b class="b2">pine-thistle, Atractylis gummifera</b>, Dsc.3.8; <b class="b3">χ. μέλας</b>, <b class="b2">Cardopatium corymbosum</b>, ib.9, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>22.47</span>.</span>
|Definition=οντος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[chameleon]], [[Chamaeleo vulgaris]], Arist. HA503a15, Plin.HN8.120, Lib.Or.1.249; used as an image of changefulness, Arist.EN1100b6, Plu.Alc.23.<br><span class="bld">II</span> name of various plants, so called from their leaves changing [[colour]], Thphr. HP6.4.3, 9.12.1, 9.14.1; [[χαμαιλέων λευκός]] = [[pine thistle]], [[Atractylis gummifera]], [[Chamaeleon gummifer]], [[distaff thistle]], [[stemless atractylis]] Dsc.3.8; [[χαμαιλέων μέλας]], [[Cardopatium corymbosum]], ib.9, Plin. HN22.47.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br /><i>litt.</i> « lion nain », caméléon, <i>animal ; fig.</i> comme symbole de mobilité.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[λέων]].
}}
{{pape
|ptext=οντος, ὁ, <i>das [[Chamäleon]]</i>, eine [[Eidechsenart]]; Arist. <i>H.A</i>. 2.11; Plut. <i>Alc</i>. 23; – <i>eine [[Pflanze]]</i>, von der schillernden [[Farbe]] [[ihrer]] [[Blätter]] [[benannt]], Theophr., Diosc.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰμαιλέων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1</b> зоол. [[хамелеон]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> перен. [[хамелеон]], [[переменчивый человек]] Arst., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''χᾰμαιλέων''': -οντος, ὁ, [[εἶδος]] σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς [[χρῶμα]], Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[χαμαιλέων]], [[ζῷον]] εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ζῷον]] ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν [[οὕτως]] ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα [[αὐτοῦ]] μεταβάλλουσι τὸ [[χρῶμα]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-οντος, ο, ΝΜΑ, και [[χαμαιλέοντας]] Ν, και [[χαμαίλεος]] Α<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] τών δενδρόβιων, εντομοφάγων [[κυρίως]], αργοκίνητων σαυρών του Παλαιού Κόσμου που συγκροτούν την [[οικογένεια]] [[χαμαιλεοντίδες]] και έχουν τη χαρακτηριστική [[ικανότητα]] να εναρμονίζουν ταχύτατα τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό του περιβάλλοντός τους, με 90 [[περίπου]] είδη, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά το μοναδικό ευρωπαϊκό [[είδος]] Chamaeleo chamaeleon, ο [[κοινός]] [[χαμαιλέων]], [[γνωστός]] και ως [[χαμολιός]] ή δρεπανούρα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που αλλάζει απόψεις, ιδέες και φρονήματα ανάλογα με τις καταστάσεις και τα συμφέροντά του<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> (λόγ. τ.) [[ονομασία]] διαφόρων [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> [[μικρός]] [[αστερισμός]] του Νότιου Ημισφαιρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμαι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]]. Η λ., με κυριολεκτική σημ. «μικρό [[λιοντάρι]]», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα [[είδος]] ερπετού που αλλάζει [[χρώμα]] ανάλογα με το [[περιβάλλον]] όπου βρίσκεται ώστε να μη φαίνεται (από όπου προήλθε και η μτφ. νεοελλ. [[χρήση]] του), [[καθώς]] και διάφορα είδη [[φυτών]] που τα φύλλα τους αλλάζουν [[χρώμα]]. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaeleon</i>, γαλλ. <i>cameleon</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χᾰμαιλέων:''' -οντος, ὁ, [[χαμαιλέων]], είδος σαύρας γνωστή για την [[αλλαγή]] του χρώματός της, σε Αριστ., Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰμαι-[[λέων]], οντος,<br />the chameleon, a [[kind]] of [[lizard]] [[known]] for changing its [[colour]], Arist., Plut.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σαύρα]]). Ἀπό τό [[χαμαί]] + [[λέων]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἐπίρρ. [[χαμαί]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιλέων Medium diacritics: χαμαιλέων Low diacritics: χαμαιλέων Capitals: ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Transliteration A: chamailéōn Transliteration B: chamaileōn Transliteration C: chamaileon Beta Code: xamaile/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ,
A chameleon, Chamaeleo vulgaris, Arist. HA503a15, Plin.HN8.120, Lib.Or.1.249; used as an image of changefulness, Arist.EN1100b6, Plu.Alc.23.
II name of various plants, so called from their leaves changing colour, Thphr. HP6.4.3, 9.12.1, 9.14.1; χαμαιλέων λευκός = pine thistle, Atractylis gummifera, Chamaeleon gummifer, distaff thistle, stemless atractylis Dsc.3.8; χαμαιλέων μέλας, Cardopatium corymbosum, ib.9, Plin. HN22.47.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
litt. « lion nain », caméléon, animal ; fig. comme symbole de mobilité.
Étymologie: χαμαί, λέων.

German (Pape)

οντος, ὁ, das Chamäleon, eine Eidechsenart; Arist. H.A. 2.11; Plut. Alc. 23; – eine Pflanze, von der schillernden Farbe ihrer Blätter benannt, Theophr., Diosc.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαιλέων: οντος ὁ
1 зоол. хамелеон Arst.;
2 перен. хамелеон, переменчивый человек Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιλέων: -οντος, ὁ, εἶδος σαύρας, περὶ ἧς λέγεται ὅτι μεταβάλλει τὸ ἑαυτῆς χρῶμα, Chamaeleo vulgaris, περιγράφεται δὲ ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 1, Πλίν. 8. 51· χρησιμεύει ὡς εἰκὼν τοῦ εὐμεταβόλου, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8, Πλουτ. Ἀλκιβ. 23. - Κατὰ Σουΐδ.: «χαμαιλέων, ζῷον εἰς πάντα τὴν χροιὰν μετατρέπον πλὴν λευκοῦ», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ζῷον ᾠοτόκον καὶ πεζόν». ΙΙ. φυτόν τι ἐκ τοῦ εἶδους τῆς ἀκάνθης ὀνομασθὲν οὕτως ἐκ τοῦ ὅτι τὰ φύλλα αὐτοῦ μεταβάλλουσι τὸ χρῶμα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3., 9. 12, 1, Διοσκ. 3. 10, 11.

Greek Monolingual

-οντος, ο, ΝΜΑ, και χαμαιλέοντας Ν, και χαμαίλεος Α
1. κοινή σήμερα ονομασία τών δενδρόβιων, εντομοφάγων κυρίως, αργοκίνητων σαυρών του Παλαιού Κόσμου που συγκροτούν την οικογένεια χαμαιλεοντίδες και έχουν τη χαρακτηριστική ικανότητα να εναρμονίζουν ταχύτατα τον χρωματισμό τους με τον χρωματισμό του περιβάλλοντός τους, με 90 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντά το μοναδικό ευρωπαϊκό είδος Chamaeleo chamaeleon, ο κοινός χαμαιλέων, γνωστός και ως χαμολιός ή δρεπανούρα
2. μτφ. άνθρωπος που αλλάζει απόψεις, ιδέες και φρονήματα ανάλογα με τις καταστάσεις και τα συμφέροντά του
3. βοτ. (λόγ. τ.) ονομασία διαφόρων φυτών
νεοελλ.
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαι- + λέων. Η λ., με κυριολεκτική σημ. «μικρό λιοντάρι», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος ερπετού που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον όπου βρίσκεται ώστε να μη φαίνεται (από όπου προήλθε και η μτφ. νεοελλ. χρήση του), καθώς και διάφορα είδη φυτών που τα φύλλα τους αλλάζουν χρώμα. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chamaeleon, γαλλ. cameleon].

Greek Monotonic

χᾰμαιλέων: -οντος, ὁ, χαμαιλέων, είδος σαύρας γνωστή για την αλλαγή του χρώματός της, σε Αριστ., Πλούτ.

Middle Liddell

χᾰμαι-λέων, οντος,
the chameleon, a kind of lizard known for changing its colour, Arist., Plut.

Mantoulidis Etymological

(=σαύρα). Ἀπό τό χαμαί + λέων. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ἐπίρρ. χαμαί.