υπογραφή: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(43)
 
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπογραφή]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br />το όνομα και το [[επώνυμο]] ή το αρχικό του ονόματος και το [[επώνυμο]] κάποιου, το οποίο γράφει ο [[ίδιος]] στο [[τέλος]] επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το [[κείμενο]] [[είναι]] δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α. «[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου» β. «τῇ [[ἰδίᾳ]] φωνῇ καὶ ὑπογραφῇ», Λέων Μάγ.<br />γ. «ταύτην τὴν χεῑραν ἐξεθέμεθα ἐφ' ὑπογραφῆς ἑκάστου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η ιδιόχειρη και ιδιόρρυθμη, [[συνήθως]], [[αναγραφή]] του διακριτικού ονόματος ορισμένου προσώπου [[πάνω]] σε ορισμένο [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> το να υπογράφει [[κανείς]], το να έχει [[δικαίωμα]] υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων («δεν έχει [[δικαίωμα]] υπογραφής»)<br /><b>3.</b> η επίσημη [[πράξη]] επικύρωσης συμφωνίας («η [[υπογραφή]] της συνθήκης ειρήνης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίνω]] την [[υπογραφή]] μου» — [[εγγυώμαι]] για κάποιον<br />β) «δεν ξέρει [[ούτε]] την [[υπογραφή]] του να βάζει» — [[είναι]] [[τελείως]] [[αγράμματος]]<br />γ) «[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />[[σχέδιο]], [[απεικόνιση]] («[[τύπος]] ἦν καὶ ὑπογραφὴ παντὸς τοῡ κόσμου», Κοσμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπογεγραμμένο [[κείμενο]], [[αναφορά]] με [[υπογραφή]] («ἐπὶ τῇ ὑπογραφῇ τῆς πίστεως τῆς ὑπὸ τὴν περὶ Γεώργιον ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κομισθείσης», Βασ.)<br /><b>2.</b> η [[περιγραφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ορισμό («ἡ δὲ ὑπογραφὴ ἐκ τῶν ἐπουσιωδῶν σύγκειται», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>3.</b> [[παράδειγμα]] («γέγονεν ὑπογραφὴ ὁ Κύριος», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] καταμήνυσης, γραπτή [[καταγγελία]] («ὑπογραφὴν παραναγινωσκομένην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιγραφή]] σε [[στήλη]]<br /><b>3.</b> [[διάγραμμα]], [[περίγραμμα]]<br /><b>4.</b> [[σχέδιο]], γενική [[περιγραφή]] («σχήματος [[ἕνεκα]] καὶ ὑπογραφῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[βάψιμο]] του δέρματος [[κάτω]] από τα βλέφαρα με [[στίμμι]] («ὑπογραφὴ τῶν ὀφθαλμῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[βαφή]]<br /><b>7.</b> [[απόφαση]] αξιωματούχου για [[έγκληση]] που υποβλήθηκε σε αυτόν<br /><b>8.</b> [[αποδοχή]] ευθύνης σε [[αίτηση]]<br /><b>9.</b> [[αντίγραφο]]<br /><b>10.</b> [[σχέδιο]] αρχιτέκτονα<br /><b>11.</b> [[διασάφηση]]<br /><b>12.</b> η [[είσοδος]] τών αλόγων στους ολυμπιακούς αγώνες<br /><b>13.</b> [[τρόπος]] διαδικασίας σε δικαστήριο της Αιγύπτου [[κατά]] την ελληνιστική [[εποχή]]<br /><b>14.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑπογραφαί</i> απομνημονεύματα<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «τενόντων ὑπογραφαί» — τα ίχνη τών πελμάτων (<b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=η / [[ὑπογραφή]], ΝΜΑ [[υπογράφω]]<br />το όνομα και το [[επώνυμο]] ή το αρχικό του ονόματος και το [[επώνυμο]] κάποιου, το οποίο γράφει ο [[ίδιος]] στο [[τέλος]] επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το [[κείμενο]] [[είναι]] δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α. «[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου» β. «τῇ [[ἰδίᾳ]] φωνῇ καὶ ὑπογραφῇ», Λέων Μάγ.<br />γ. «ταύτην τὴν χεῖραν ἐξεθέμεθα ἐφ' ὑπογραφῆς ἑκάστου», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> η ιδιόχειρη και ιδιόρρυθμη, [[συνήθως]], [[αναγραφή]] του διακριτικού ονόματος ορισμένου προσώπου [[πάνω]] σε ορισμένο [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> το να υπογράφει [[κανείς]], το να έχει [[δικαίωμα]] υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων («δεν έχει [[δικαίωμα]] υπογραφής»)<br /><b>3.</b> η επίσημη [[πράξη]] επικύρωσης συμφωνίας («η [[υπογραφή]] της συνθήκης ειρήνης»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δίνω]] την [[υπογραφή]] μου» — [[εγγυώμαι]] για κάποιον<br />β) «δεν ξέρει [[ούτε]] την [[υπογραφή]] του να βάζει» — [[είναι]] [[τελείως]] [[αγράμματος]]<br />γ) «[[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />[[σχέδιο]], [[απεικόνιση]] («[[τύπος]] ἦν καὶ ὑπογραφὴ παντὸς τοῦ κόσμου», Κοσμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> υπογεγραμμένο [[κείμενο]], [[αναφορά]] με [[υπογραφή]] («ἐπὶ τῇ ὑπογραφῇ τῆς πίστεως τῆς ὑπὸ τὴν περὶ Γεώργιον ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κομισθείσης», Βασ.)<br /><b>2.</b> η [[περιγραφή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον ορισμό («ἡ δὲ ὑπογραφὴ ἐκ τῶν ἐπουσιωδῶν σύγκειται», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>3.</b> [[παράδειγμα]] («γέγονεν ὑπογραφὴ ὁ Κύριος», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έγγραφο]] καταμήνυσης, γραπτή [[καταγγελία]] («ὑπογραφὴν παραναγινωσκομένην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιγραφή]] σε [[στήλη]]<br /><b>3.</b> [[διάγραμμα]], [[περίγραμμα]]<br /><b>4.</b> [[σχέδιο]], γενική [[περιγραφή]] («σχήματος [[ἕνεκα]] καὶ ὑπογραφῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[βάψιμο]] του δέρματος [[κάτω]] από τα βλέφαρα με [[στίμμι]] («ὑπογραφὴ τῶν ὀφθαλμῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[βαφή]]<br /><b>7.</b> [[απόφαση]] αξιωματούχου για [[έγκληση]] που υποβλήθηκε σε αυτόν<br /><b>8.</b> [[αποδοχή]] ευθύνης σε [[αίτηση]]<br /><b>9.</b> [[αντίγραφο]]<br /><b>10.</b> [[σχέδιο]] αρχιτέκτονα<br /><b>11.</b> [[διασάφηση]]<br /><b>12.</b> η [[είσοδος]] τών αλόγων στους ολυμπιακούς αγώνες<br /><b>13.</b> [[τρόπος]] διαδικασίας σε δικαστήριο της Αιγύπτου [[κατά]] την ελληνιστική [[εποχή]]<br /><b>14.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑπογραφαί</i> απομνημονεύματα<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «τενόντων ὑπογραφαί» — τα ίχνη τών πελμάτων (<b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 17:10, 8 May 2022

Greek Monolingual

η / ὑπογραφή, ΝΜΑ υπογράφω
το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό του ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α. «βάζω την υπογραφή μου» β. «τῇ ἰδίᾳ φωνῇ καὶ ὑπογραφῇ», Λέων Μάγ.
γ. «ταύτην τὴν χεῖραν ἐξεθέμεθα ἐφ' ὑπογραφῆς ἑκάστου», πάπ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) η ιδιόχειρη και ιδιόρρυθμη, συνήθως, αναγραφή του διακριτικού ονόματος ορισμένου προσώπου πάνω σε ορισμένο έγγραφο
2. το να υπογράφει κανείς, το να έχει δικαίωμα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων («δεν έχει δικαίωμα υπογραφής»)
3. η επίσημη πράξη επικύρωσης συμφωνίας («η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης»)
4. φρ. α) «δίνω την υπογραφή μου» — εγγυώμαι για κάποιον
β) «δεν ξέρει ούτε την υπογραφή του να βάζει» — είναι τελείως αγράμματος
γ) «βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτως
μσν.
σχέδιο, απεικόνισητύπος ἦν καὶ ὑπογραφὴ παντὸς τοῦ κόσμου», Κοσμ.)
μσν.-αρχ.
1. υπογεγραμμένο κείμενο, αναφορά με υπογραφή («ἐπὶ τῇ ὑπογραφῇ τῆς πίστεως τῆς ὑπὸ τὴν περὶ Γεώργιον ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κομισθείσης», Βασ.)
2. η περιγραφή, σε αντιδιαστολή προς τον ορισμό («ἡ δὲ ὑπογραφὴ ἐκ τῶν ἐπουσιωδῶν σύγκειται», Δαμασκ. Ι.)
3. παράδειγμα («γέγονεν ὑπογραφὴ ὁ Κύριος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. έγγραφο καταμήνυσης, γραπτή καταγγελία («ὑπογραφὴν παραναγινωσκομένην», Πλάτ.)
2. επιγραφή σε στήλη
3. διάγραμμα, περίγραμμα
4. σχέδιο, γενική περιγραφή («σχήματος ἕνεκα καὶ ὑπογραφῆς», Πλάτ.)
5. το βάψιμο του δέρματος κάτω από τα βλέφαρα με στίμμι («ὑπογραφὴ τῶν ὀφθαλμῶν», Ξεν.)
6. βαφή
7. απόφαση αξιωματούχου για έγκληση που υποβλήθηκε σε αυτόν
8. αποδοχή ευθύνης σε αίτηση
9. αντίγραφο
10. σχέδιο αρχιτέκτονα
11. διασάφηση
12. η είσοδος τών αλόγων στους ολυμπιακούς αγώνες
13. τρόπος διαδικασίας σε δικαστήριο της Αιγύπτου κατά την ελληνιστική εποχή
14. στον πληθ. αἱ ὑπογραφαί απομνημονεύματα
15. φρ. «τενόντων ὑπογραφαί» — τα ίχνη τών πελμάτων (Αισχύλ.).