φονικός: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fonikos
|Transliteration C=fonikos
|Beta Code=foniko/s
|Beta Code=foniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to slay, murderous</b>, γένος -ώτατον <span class="bibl">Th.7.29</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>252c</span>, <span class="bibl">D.S.18.33</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.21.1</span> (Sup.), <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>14.41</span> (Comp.), <span class="bibl">Hierocl. <span class="title">in CA</span>11p.440M.</span>, etc.; <b class="b3">φ. ἀδίκημα</b> [[blood]]-guiltiness, <span class="bibl">Lycurg.52</span>; τὸ φ. <b class="b2">a murderous disposition</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.17</span>, <span class="bibl">6.8</span>; <b class="b3">οἱ -ώτατοι</b> (sc. <b class="b3">πυρετοί</b>) <b class="b2">most malignant</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Judic.</span>7</span>. Adv. φον-κῶς Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1014.37, <span class="bibl">Poll.6.192</span>; πολεμεῖν <span class="bibl">Polyaen.4.3.30</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.9.10</span>; -ωτέρως <span class="bibl">Lyd. <span class="title">Ost.</span>56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">of murder</b> or [[homicide]], <b class="b3">φ. δίκαι</b> trials <b class="b2">for homicide</b>, <span class="bibl">Antipho 4.1.1</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1275b10</span>; <b class="b3">φ. νόμοι</b> laws <b class="b2">respecting homicide</b>, <span class="bibl">D.9.44</span>, <span class="bibl">21.43</span>; φ. δικαστήριον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1300b24</span>; τὰ φ. <b class="b2">murderous acts, homicides</b>, <span class="bibl">Isoc.4.40</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1269a1</span>, <span class="bibl">1274b24</span>.</span>
|Definition=φονική, φονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inclined to slay]], [[murderous]], γένος φονικώτατον Th.7.29, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''252c, [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.33, J.''BJ''2.21.1 (Sup.), Ael.''VH''14.41 (Comp.), Hierocl. ''in CA''11p.440M., etc.; <b class="b3">φ. ἀδίκημα</b> [[blood]]-guiltiness, Lycurg.52; τὸ φ. [[a murderous disposition]], Ael.''VH''2.17, 6.8; <b class="b3">οἱ φονικώτατοι</b> (''[[sc.]]'' [[πυρετοί]]) [[most malignant]], Hp.''Judic.''7. Adv. [[φονικῶς]] Demetr.Lac.''Herc.''1014.37, Poll.6.192; πολεμεῖν Polyaen.4.3.30: Comp. φονικώτερον J.''BJ''4.9.10; -ωτέρως Lyd. ''Ost.''56.<br><span class="bld">II</span> [[of murder]] or [[homicide]], <b class="b3">φ. δίκαι</b> trials [[for homicide]], Antipho 4.1.1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1275b10; <b class="b3">φ. νόμοι</b> laws [[respecting homicide]], D.9.44, 21.43; φ. δικαστήριον [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1300b24; τὰ φ. [[murderous acts]], [[homicides]], Isoc.4.40, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1269a1, 1274b24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; [[γυνή]] Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; [[γυνή]] Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le meurtre]], [[l'assassinat]] : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;<br /><b>2</b> [[porté au meurtre]], [[sanguinaire]], [[cruel]] ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.<br />'''Étymologie:''' [[φόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[касающийся убийства]] (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);<br /><b class="num">2</b> [[любящий убивать]], [[кровожадный]] (τὸ τῶν Θρᾳκῶν [[γένος]] Thuc.; [[Ἄρεος]] θεραπυταί Plat.; [[γυνή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φονικός''': -ή, -όν, ([[φόνος]]) ῥέπων πρὸς φόνον, [[αἱμοχαρής]], [[αἱματηρός]], γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. [[ἀδίκημα]] Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, [[διάθεσις]] πρὸς φόνον, φονικὴ [[διάθεσις]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. [[δικαστήριον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· [[ὡσαύτως]], τὸ φονικὸν [[αὐτόθι]] 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον.
|lstext='''φονικός''': -ή, -όν, ([[φόνος]]) ῥέπων πρὸς φόνον, [[αἱμοχαρής]], [[αἱματηρός]], γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. [[ἀδίκημα]] Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, [[διάθεσις]] πρὸς φόνον, φονικὴ [[διάθεσις]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. [[δικαστήριον]] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· [[ὡσαύτως]], τὸ φονικὸν [[αὐτόθι]] 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le meurtre, l’assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;<br /><b>2</b> porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.<br />'''Étymologie:''' [[φόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.
|mltxt=-ή, -ό / [[φονικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φόνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν [[φάρμακον]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) <i>το φονικό</i> και <i>τὰ φονικά</i><br />ο [[φόνος]], οι φόνοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] σε δολοφονίες, [[αιμοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[διάθεση]] για [[διάπραξη]] φόνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φονικώς]] / <i>φονικῶς</i>, ΝΑ, και <i>φονικά</i> Ν<br />με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φονικός:''' -ή, -όν ([[φόνος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέπει στο φόνο, [[δολοφονικός]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε [[ανθρωποκτονία]], σε Δημ.· <i>τὰ φονικά</i>, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''φονικός:''' -ή, -όν ([[φόνος]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ρέπει στο φόνο, [[δολοφονικός]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε [[ανθρωποκτονία]], σε Δημ.· <i>τὰ φονικά</i>, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> касающийся убийства (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);<br /><b class="num">2)</b> любящий убивать, кровожадный (τὸ τῶν Θρᾳκῶν [[γένος]] Thuc.; [[Ἄρεος]] θεραπυταί Plat.; [[γυνή]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φονικός]], ή, όν [[φόνος]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[slay]], [[murderous]], [[bloody]], [[sanguinary]], Thuc., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[murder]] or [[homicide]], φ. δίκαι trials for [[homicide]], Arist.; φ. νόμοι laws [[respecting]] [[homicide]], Dem.; τὰ φ. [[murderous]] acts, [[murder]], [[homicide]], Isocr.
|mdlsjtxt=[[φονικός]], ή, όν [[φόνος]]<br /><b class="num">I.</b> inclined to [[slay]], [[murderous]], [[bloody]], [[sanguinary]], Thuc., Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[murder]] or [[homicide]], φ. δίκαι trials for [[homicide]], Arist.; φ. νόμοι laws [[respecting]] [[homicide]], Dem.; τὰ φ. [[murderous]] acts, [[murder]], [[homicide]], Isocr.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[blood thirsty]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[caedis avidissimus]]'', [[most eager for slaughter]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.29.4/ 7.29.4].
}}
{{trml
|trtx====[[murderous]]===
Arabic: قَتُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ‎; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: [[moordzuchtig]]; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: [[meurtrier]]; Georgian: სასიკვდილო; German: [[mörderisch]]; Greek: [[δολοφονικός]], [[φονικός]]; Ancient Greek: [[ἀνθρωποκτόνος]], [[ἀνδροθνής]], [[ἀκρόχειρος]], [[βροτοκτόνος]], [[ἀνδροκμής]], [[αὐτόχειρ]], [[αὐθέντης]], [[ἀνδροδάικτος]], [[φονικός]]; Hungarian: gyilkos; Italian: [[letale]], [[micidiale]], [[mortale]], [[omicida]], [[omicidiario]]; Latin: [[internecivus]]; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: [[кровавый]]; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: [[asesino]], [[homicida]]; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש‎, רציחהדיק‎, רצחניש‎
}}
}}

Latest revision as of 17:31, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονικός Medium diacritics: φονικός Low diacritics: φονικός Capitals: ΦΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phonikós Transliteration B: phonikos Transliteration C: fonikos Beta Code: foniko/s

English (LSJ)

φονική, φονικόν,
A inclined to slay, murderous, γένος φονικώτατον Th.7.29, cf. Pl.Phdr.252c, D.S.18.33, J.BJ2.21.1 (Sup.), Ael.VH14.41 (Comp.), Hierocl. in CA11p.440M., etc.; φ. ἀδίκημα blood-guiltiness, Lycurg.52; τὸ φ. a murderous disposition, Ael.VH2.17, 6.8; οἱ φονικώτατοι (sc. πυρετοί) most malignant, Hp.Judic.7. Adv. φονικῶς Demetr.Lac.Herc.1014.37, Poll.6.192; πολεμεῖν Polyaen.4.3.30: Comp. φονικώτερον J.BJ4.9.10; -ωτέρως Lyd. Ost.56.
II of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Antipho 4.1.1, Arist.Pol.1275b10; φ. νόμοι laws respecting homicide, D.9.44, 21.43; φ. δικαστήριον Arist.Pol.1300b24; τὰ φ. murderous acts, homicides, Isoc.4.40, Arist.Pol.1269a1, 1274b24.

German (Pape)

[Seite 1298] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; γυνή Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le meurtre, l'assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;
2 porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.
Étymologie: φόνος.

Russian (Dvoretsky)

φονικός:
1 касающийся убийства (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);
2 любящий убивать, кровожадный (τὸ τῶν Θρᾳκῶν γένος Thuc.; Ἄρεος θεραπυταί Plat.; γυνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φονικός: -ή, -όν, (φόνος) ῥέπων πρὸς φόνον, αἱμοχαρής, αἱματηρός, γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. ἀδίκημα Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, διάθεσις πρὸς φόνον, φονικὴ διάθεσις, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. δικαστήριον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· ὡσαύτως, τὸ φονικὸν αὐτόθι 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φονικός, -ή, -όν, ΝΑ φόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά
2. αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν φάρμακον», Πολυδ.)
3. (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) το φονικό και τὰ φονικά
ο φόνος, οι φόνοι
αρχ.
1. επιρρεπής σε δολοφονίες, αιμοχαρής
2. το ουδ. ως ουσ. διάθεση για διάπραξη φόνου.
επίρρ...
φονικώς / φονικῶς, ΝΑ, και φονικά Ν
με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.

Greek Monotonic

φονικός: -ή, -όν (φόνος
I. αυτός που ρέπει στο φόνο, δολοφονικός, αιμοβόρος, αιμοδιψής, σε Θουκ., Πλάτ.
II. αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε ανθρωποκτονία, σε Δημ.· τὰ φονικά, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φονικός, ή, όν φόνος
I. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary, Thuc., Plat.
II. of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Arist.; φ. νόμοι laws respecting homicide, Dem.; τὰ φ. murderous acts, murder, homicide, Isocr.

English (Woodhouse)

blood thirsty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

caedis avidissimus, most eager for slaughter, 7.29.4.

Translations

murderous

Arabic: قَتُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ‎; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: moordzuchtig; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: meurtrier; Georgian: სასიკვდილო; German: mörderisch; Greek: δολοφονικός, φονικός; Ancient Greek: ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός; Hungarian: gyilkos; Italian: letale, micidiale, mortale, omicida, omicidiario; Latin: internecivus; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: кровавый; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: asesino, homicida; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש‎, רציחהדיק‎, רצחניש‎