προαγωγή: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proagogi
|Transliteration C=proagogi
|Beta Code=proagwgh/
|Beta Code=proagwgh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[leading on]], [[promotion]], <span class="bibl">Posidon.36J.</span>, <span class="title">Arch.Pap.</span>6.18; [[rank]], [[eminence]], <span class="bibl">Plb.6.8.4</span> (pl.), <span class="bibl">15.34.5</span>; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. <span class="bibl">D.S.18.48</span>; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.13.14</span>, cf. Plu.2.466c(pl.), <b class="b2">Cat. Cod.Astr</b>.2.198 (pl.); <b class="b3">ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι</b> [[promote]] him, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.1.1</span>: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου <span class="bibl">Ph.1.551</span>, cf. <span class="bibl">2.42</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[progress]], [[prosperity]], <span class="title">OGI</span>223.9 (Erythrae, iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[preference]], Stoic.3.35.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[leading on]], [[promotion]], Posidon.36J., ''Arch.Pap.''6.18; [[rank]], [[eminence]], Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.48; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.''Epict.''4.13.14, cf. Plu.2.466c(pl.), ''Cat. Cod.Astr''.2.198 (pl.); <b class="b3">ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι</b> [[promote]] him, J.''AJ''15.1.1: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551, cf. 2.42.<br><span class="bld">II</span> [[progress]], [[prosperity]], ''OGI''223.9 (Erythrae, iii B.C.).<br><span class="bld">III</span> [[preference]], Stoic.3.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]], nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt [[ὅπως]] ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]], nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt [[ὅπως]] ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[высокое звание]], [[высокая должность]] (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[ход событий]]: ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]] Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγωγή''': ἡ, ([[προάγω]]) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ [[θέσις]], τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. [[προσαγωγή]].
|lstext='''προᾰγωγή''': ἡ, ([[προάγω]]) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ [[θέσις]], τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. [[προσαγωγή]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προάγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προάγω]], [[πρόοδος]], [[βελτίωση]], [[ανάπτυξη]] («η [[κυβέρνηση]] εξετάζει τα [[μέτρα]] που θα συντελέσουν στην [[προαγωγή]] του εκπαιδευτικού συστήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάληψη]] ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια [[ιεραρχία]], [[προβιβασμός]] («αυτόν τον καιρό μελετάται η [[προαγωγή]] αρκετών υπαλλήλων»)<br /><b>2.</b> (για μαθητές) η [[προώθηση]] σε ανώτερη [[τάξη]]<br /><b>3.</b> [[προαγωγεία]], [[μαστροπεία]]<br /><b>4.</b> <b>στρ.</b> η [[άνοδος]] βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον [[αμέσως]] ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> υψηλή [[πολιτική]] ή κοινωνική [[θέση]] («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῑς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῑς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]]<br /><b>4.</b> [[προτίμηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῡμαι» — [[προάγω]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προάγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προάγω]], [[πρόοδος]], [[βελτίωση]], [[ανάπτυξη]] («η [[κυβέρνηση]] εξετάζει τα [[μέτρα]] που θα συντελέσουν στην [[προαγωγή]] του εκπαιδευτικού συστήματος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάληψη]] ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια [[ιεραρχία]], [[προβιβασμός]] («αυτόν τον καιρό μελετάται η [[προαγωγή]] αρκετών υπαλλήλων»)<br /><b>2.</b> (για μαθητές) η [[προώθηση]] σε ανώτερη [[τάξη]]<br /><b>3.</b> [[προαγωγεία]], [[μαστροπεία]]<br /><b>4.</b> <b>στρ.</b> η [[άνοδος]] βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον [[αμέσως]] ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> υψηλή [[πολιτική]] ή κοινωνική [[θέση]] («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευημερία]], [[ευδαιμονία]]<br /><b>4.</b> [[προτίμηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῦμαι» — [[προάγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωγή:''' ἡ ([[προάγω]]), [[προαγωγή]], [[προώθηση]], [[προεξοχή]], υψηλή [[θέση]], [[αξίωμα]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''προᾰγωγή:''' ἡ ([[προάγω]]), [[προαγωγή]], [[προώθηση]], [[προεξοχή]], υψηλή [[θέση]], [[αξίωμα]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> высокое звание, высокая должность (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ход событий: ἐκ προαγωγῆς [[φίλος]] Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προᾰγωγή, ἡ, [[προάγω]]<br />a [[leading]] on, [[promotion]], [[rank]], [[eminence]], Polyb.
|mdlsjtxt=προᾰγωγή, ἡ, [[προάγω]]<br />a [[leading]] on, [[promotion]], [[rank]], [[eminence]], Polyb.
}}
{{trml
|trtx====[[progress]]===
Albanian: progres; Arabic: تَقَدُّم‎; Egyptian Arabic: تقدم‎; Armenian: առաջընթաց; Azerbaijani: tərəqqi, proqress, irəliləmə, irəliləyiş; Belarusian: прагрэс; Bengali: প্রগতি, উন্নতি, তরক্কী; Bulgarian: прогрес, напредък; Burmese: တိုးတက်ခြင်း; Catalan: avenç, progrés; Chinese Cantonese: 進步/进步; Dungan: җинбу; Mandarin: 進步/进步; Min Nan: 進步/进步; Czech: pokrok; Danish: fremskridt; Dutch: [[vooruitgang]]; Estonian: areng, progress; Finnish: edistys; French: [[progrès]]; Georgian: წინსვლა, პროგრესი; German: [[Fortschritt]]; Greek: [[πρόοδος]]; Ancient Greek: [[ἄμβασις]], [[ἀνάβασις]], [[ἀναβασμός]], [[ἐπίδοσις]], [[προαγωγή]], [[πρόκομμα]], [[προκοπή]], [[πρόοδος]], [[προχώρησις]]; Haitian Creole: pwogrè; Hebrew: הִתקַדְמוּת‎; Hindi: प्रगति, उन्नति, तरक़्क़ी; Hungarian: haladás, fejlődés; Icelandic: framför, framsókn; Italian: [[progresso]]; Japanese: 進歩; Kazakh: прогресс, жақсарыс, озықтық, оңалыс, ілгерілік; Khmer: វឌ្ឍន; Korean: 진보(進步); Kurdish Northern Kurdish: pêşketin, pêşveçûn; Kyrgyz: прогресс; Lao: ຄວາມກ້າວໜ້າ; Latin: [[progressus]]; Latvian: progress; Lithuanian: progresas; Luxembourgish: Progrès, Fortschrëtt; Macedonian: напредок, прогрес; Malay: kemajuan; Malayalam: പുരോഗതി, പുരോഗമനം; Mongolian Cyrillic: дэвшил; Mongolian: ᠳᠡᠪᠰᠢᠯ; Norwegian Bokmål: framgang; Old English: forþgang; Pali: vaḍḍhana; Pashto: پرمختګ‎, ترقي‎; Persian: پیشرفت‎, پروگرس‎, ترقی‎; Polish: postęp; Portuguese: [[progresso]]; Romanian: progres; Russian: [[прогресс]]; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀предак, про̀грес; Roman: nàpredak, prògres; Slovak: pokrok; Slovene: napredek; Spanish: [[progreso]]; Swedish: framsteg, framgång; Tagalog: pagsulong, sasulong; Tajik: пешрафт, прогресс, тараққӣ, тараққиёт; Thai: การพัฒนา; Turkish: ilerleme, terakkî etme, terakki, terakkiyat; Turkmen: progres, ýetişik; Ukrainian: прогрес; Urdu: تَرَقّی‎; Uyghur: تەرەققىيات‎; Uzbek: progress, taraqqiyot; Vietnamese: tiến bộ, sự tiến bộ; Walloon: progrès
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγή Medium diacritics: προαγωγή Low diacritics: προαγωγή Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΗ
Transliteration A: proagōgḗ Transliteration B: proagōgē Transliteration C: proagogi Beta Code: proagwgh/

English (LSJ)

ἡ,
A leading on, promotion, Posidon.36J., Arch.Pap.6.18; rank, eminence, Plb.6.8.4 (pl.), 15.34.5; ἡ χιλιάρχων τάξις καὶ π. D.S.18.48; προαγωγῆς τυχεῖν ἐν τῇ αὐλῇ Arr.Epict.4.13.14, cf. Plu.2.466c(pl.), Cat. Cod.Astr.2.198 (pl.); ἐν π. τινὰ ποιεῖσθαι promote him, J.AJ15.1.1: metaph., ὁ θεωρητικὸς βίος π. ἀγῶνος τελειοτέρου Ph.1.551, cf. 2.42.
II progress, prosperity, OGI223.9 (Erythrae, iii B.C.).
III preference, Stoic.3.35.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, Fortführung, Beförderung zu Ehrenstellen; Pol. 6, 8, 4. 15, 37, 5 u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.; – ἐκ προαγωγῆς φίλος, nach Umständen, der, wie es die Gelegenheit giebt, bald Freund, bald Feind ist, Dem. 23, 174, wo er selbst hinzusetzt ὅπως ἂν ὑμᾶς δύνασθαι νομίσῃ, οὕτω πρὸς ὑμᾶς εὐνοίας ἔχοντα; Harpocr. erkl. ἀντὶ τοῦ πρὸς ἀνάγκην καὶ οὐκ ἐκ φύσεως οὐδὲ ἁπλοϊκῶς.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de pousser en avant, de promouvoir (en honneurs, en puissance, etc.).
Étymologie: προάγω.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγή:
1 высокое звание, высокая должность (ἀξίαι καὶ προαγωγαί Plut.);
2 ход событий: ἐκ προαγωγῆς φίλος Dem. случайный, т. е. ненадежный друг.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγή: ἡ, (προάγω) ὡς καὶ νῦν, μεγίστης τυχὼν προαγωγῆς Ἀθήν. 212Α· ὑψηλὴ πολιτικὴ ἢ κοινωνικὴ θέσις, τεθραμμένοι δ’ ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς Πολύβ. 6. 8, 4., 15. 34, 5, Διόδ., κλπ.· ἐν προαγωγῇ τούτους ἐποιεῖτο = προῆγεν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 1, 1· ― ἴδε ἐν λέξ. προσαγωγή.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προάγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή του εκπαιδευτικού συστήματος»)
νεοελλ.
1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία, προβιβασμός («αυτόν τον καιρό μελετάται η προαγωγή αρκετών υπαλλήλων»)
2. (για μαθητές) η προώθηση σε ανώτερη τάξη
3. προαγωγεία, μαστροπεία
4. στρ. η άνοδος βαθμοφόρου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού, ή στρατιώτη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας
αρχ.
1. το να οδηγεί κανείς κάτι προς τα εμπρός
2. υψηλή πολιτική ή κοινωνική θέση («τεθραμμένοι δ' ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς τῶν πατέρων ἐξουσίαις καὶ προαγωγαῖς», Πολ.)
3. ευημερία, ευδαιμονία
4. προτίμηση
5. φρ. «ἐν προαγωγῇ τινα ποιοῦμαι» — προάγω.

Greek Monotonic

προᾰγωγή: ἡ (προάγω), προαγωγή, προώθηση, προεξοχή, υψηλή θέση, αξίωμα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

προᾰγωγή, ἡ, προάγω
a leading on, promotion, rank, eminence, Polyb.

Translations

progress

Albanian: progres; Arabic: تَقَدُّم‎; Egyptian Arabic: تقدم‎; Armenian: առաջընթաց; Azerbaijani: tərəqqi, proqress, irəliləmə, irəliləyiş; Belarusian: прагрэс; Bengali: প্রগতি, উন্নতি, তরক্কী; Bulgarian: прогрес, напредък; Burmese: တိုးတက်ခြင်း; Catalan: avenç, progrés; Chinese Cantonese: 進步/进步; Dungan: җинбу; Mandarin: 進步/进步; Min Nan: 進步/进步; Czech: pokrok; Danish: fremskridt; Dutch: vooruitgang; Estonian: areng, progress; Finnish: edistys; French: progrès; Georgian: წინსვლა, პროგრესი; German: Fortschritt; Greek: πρόοδος; Ancient Greek: ἄμβασις, ἀνάβασις, ἀναβασμός, ἐπίδοσις, προαγωγή, πρόκομμα, προκοπή, πρόοδος, προχώρησις; Haitian Creole: pwogrè; Hebrew: הִתקַדְמוּת‎; Hindi: प्रगति, उन्नति, तरक़्क़ी; Hungarian: haladás, fejlődés; Icelandic: framför, framsókn; Italian: progresso; Japanese: 進歩; Kazakh: прогресс, жақсарыс, озықтық, оңалыс, ілгерілік; Khmer: វឌ្ឍន; Korean: 진보(進步); Kurdish Northern Kurdish: pêşketin, pêşveçûn; Kyrgyz: прогресс; Lao: ຄວາມກ້າວໜ້າ; Latin: progressus; Latvian: progress; Lithuanian: progresas; Luxembourgish: Progrès, Fortschrëtt; Macedonian: напредок, прогрес; Malay: kemajuan; Malayalam: പുരോഗതി, പുരോഗമനം; Mongolian Cyrillic: дэвшил; Mongolian: ᠳᠡᠪᠰᠢᠯ; Norwegian Bokmål: framgang; Old English: forþgang; Pali: vaḍḍhana; Pashto: پرمختګ‎, ترقي‎; Persian: پیشرفت‎, پروگرس‎, ترقی‎; Polish: postęp; Portuguese: progresso; Romanian: progres; Russian: прогресс; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀предак, про̀грес; Roman: nàpredak, prògres; Slovak: pokrok; Slovene: napredek; Spanish: progreso; Swedish: framsteg, framgång; Tagalog: pagsulong, sasulong; Tajik: пешрафт, прогресс, тараққӣ, тараққиёт; Thai: การพัฒนา; Turkish: ilerleme, terakkî etme, terakki, terakkiyat; Turkmen: progres, ýetişik; Ukrainian: прогрес; Urdu: تَرَقّی‎; Uyghur: تەرەققىيات‎; Uzbek: progress, taraqqiyot; Vietnamese: tiến bộ, sự tiến bộ; Walloon: progrès