ζώμευμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zomevma
|Transliteration C=zomevma
|Beta Code=zw/meuma
|Beta Code=zw/meuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[soup]], [[ζωμεύματα]] put by way of joke for <b class="b3">ὑποζώματα νεώς</b> (v. [[ὑπόζωμα]] fin.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>279</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[soup]], [[ζωμεύματα]] put by way of joke for <b class="b3">ὑποζώματα νεώς</b> (v. [[ὑπόζωμα]] fin.), [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''279.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1143.png Seite 1143]] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf [[ὑπόζωμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1143.png Seite 1143]] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf [[ὑπόζωμα]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
|btext=ατος (τό) :<br />[[jus]], [[bouillon]].<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] [[saus]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />jus, bouillon.<br />'''Étymologie:''' [[ζωμεύω]].
|elrutext='''ζώμευμα:''' ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с [[ὑπόζωμα]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]).
|mltxt=[[ζώμευμα]], το (Α) [[ζωμεύω]]<br />(σε κωμ. [[λογοπαίγνιο]] του <b>Αριστοφ.</b>) [[ζωμός]], [[σούπα]] («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῖσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και [[ισχυρίζομαι]] ότι αυτός εξάγει [[ζουμί]] για τις τριήρεις τών Πελ. [ο <b>Αριστοφ.</b> εδώ παίζει με τη [[λέξη]] <i>υποζώματα</i>, την οποία θα περίμενε [[κανείς]]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ζώμευμα:''' ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с [[ὑπόζωμα]]).
|lstext='''ζώμευμα''': τό, [[ζωμός]], «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε [[ὑπόζωμα]] ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
}}
{{elnl
|elnltext=ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζώμευμα]], ατος, τό,<br />[[soup]], ζωμεύματα put by way of [[joke]] for ὑποζώματα [[νεώς]], Ar. [from [[ζωμεύω]]
|mdlsjtxt=[[ζώμευμα]], ατος, τό,<br />[[soup]], ζωμεύματα put by way of [[joke]] for ὑποζώματα [[νεώς]], Ar. [from [[ζωμεύω]]
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώμευμα Medium diacritics: ζώμευμα Low diacritics: ζώμευμα Capitals: ΖΩΜΕΥΜΑ
Transliteration A: zṓmeuma Transliteration B: zōmeuma Transliteration C: zomevma Beta Code: zw/meuma

English (LSJ)

-ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.

Russian (Dvoretsky)

ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).

Greek Monolingual

ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῖσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).

Greek Monotonic

ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.

Middle Liddell

ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω