πρόχους: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε | |mltxt=η, ΝΑ, και αττ. τ. [[πρόχοος]] και ιων. τ. [[πρόχος]], Α<br /><b>αρχαιολ.</b> μόνωτο [[αγγείο]], [[κανάτα]] με [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], με ψηλό λαιμό και με [[προχοή]] στο [[στόμιο]], που τή χρησιμοποιούσαν για [[πλύσιμο]] τών χεριών τών καλεσμένων ή ως [[οινοχόη]] για να γεμίζουν με [[κρασί]] τα ποτήρια ή για [[προσφορά]] χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πρόχοος]] δὲ [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῦσα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας [[ἄρδην]] πρόχου / χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λήκυθος]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] υγρών στη [[Σικελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χους]] / -<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χοFος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>porokowo</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan. | |elnltext=πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] [[schenkkan]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[jar]] | |woodrun=[[jar]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[κανάτι]]). Ἀπό τό [[προχέω]] → [[πρό]] + [[χέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:47, 6 February 2024
English (LSJ)
ἡ, Attic contr. for πρόχοος.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, att. = πρόχοος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
contr. att.
v. πρόχοος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και αττ. τ. πρόχοος και ιων. τ. πρόχος, Α
αρχαιολ. μόνωτο αγγείο, κανάτα με μεγάλη κοιλιά, με ψηλό λαιμό και με προχοή στο στόμιο, που τή χρησιμοποιούσαν για πλύσιμο τών χεριών τών καλεσμένων ή ως οινοχόη για να γεμίζουν με κρασί τα ποτήρια ή για προσφορά χοών σε νεκρό (α. «προχόῳ ἐπέχευε», Ομ. Οδ.
β. «πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα», Ομ. Οδ.
γ. «ἐκ τ' εὐκροτήτου χαλκέας ἄρδην πρόχου / χοαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στέφει», Σοφ.)
αρχ.
1. λήκυθος
2. μέτρο υγρών στη Σικελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -χους / -χοος (< -χοFος < χέω). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. porokowo].
Russian (Dvoretsky)
πρόχους: ἡ стяж. = πρόχοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχους -ου, ἡ, ep. en Ion. πρόχοος -όου, ἡ [προχέω] schenkkan.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=κανάτι). Ἀπό τό προχέω → πρό + χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.