ἀκατάστατος: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatastatos | |Transliteration C=akatastatos | ||
|Beta Code=a)kata/statos | |Beta Code=a)kata/statos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάστατον, ([[καθίστημι]])<br><span class="bld">A</span> [[unstable]], [[unsettled]], καιροί Hp.''Aph.''3.8; [[πνεῦμα]] D.19.136, cf. Arist.''Pr.''941b29; [[disorderly]], ὁρμαί ''Stoic.''3.166; [[πολιτεία]] D.H.6.74:—of men, [[fickle]], Plb.7.4.6; of fevers, [[irregular]], Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. [[ἀκαταστάτως]], ἔχειν Isoc.21.7.<br><span class="bld">II</span> [[not making any deposit]], [[οὖρον]] Hp.''Prorrh.''1.32. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀκᾰτάστᾰτος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inestable]], [[irregular]], [[variable]], [[δίαιτα]] Hp.<i>Vict</i>.3.68, πυρετοί Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 20, καιροί op. [[καθεστεῶτες]] Hp.<i>Aph</i>.3.8, [[κῦμα]] D.19.136, πνεῦμα Arist.<i>Pr</i>.941<sup>b</sup>29, [[ἀήρ]] <i>Orac.Sib</i>.1.164<br /><b class="num">•</b>de pers. [[voluble]], [[tornadizo]] Plb.7.4.6, [[γνώμη]] Plu.2.714e, de Sión, [[LXX]] <i>Is</i>.54.11<br /><b class="num">•</b>[[inseguro]] τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦντα <i>IKnidos</i> 150B.12 (II/I a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[errante]], [[vagabundo]] [[ἀνάστατος]] καὶ ἀ. Sm.<i>Ge</i>.4.12.<br /><b class="num">3</b> [[desordenado]], [[turbulento]] ὁρμαί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.166, πολιτεία D.H.6.74, πράγματα D.C.38.27.2<br /><b class="num">•</b>[[insurrecto]] Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεα <i>Orac.Sib</i>.13.104.<br /><b class="num">4</b> medic. [[que no produce sedimento]] ἐναιωρήματα Hp.<i>Prorrh</i>.1.32.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀκαταστάτως]] = [[turbulentamente]] [[ἀκαταστάτως]] ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλει Isoc.21.7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />agité, troublé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καθίστημι]]. | |btext=ος, ον :<br />agité, troublé;<br />[[NT]]: instable, [[inconstant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καθίστημι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unstet]], [[unruhig]]</i>, [[πνεῦμα]] Dem. 19.136; [[πολιτεία]] Dion.Hal. 6.74; oft Hippocr., [[δίαιτα]], Pol.<br><b class="num">• Adv.</b>, -τως ἔχειν Isocr. 21.7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάστᾰτος:''' [[непостоянный]], [[неустойчивый]], [[изменчивый]] ([[ὥσπερ]] ἐν θαλάττῃ [[πνεῦμα]] Dem.; πνεύματα Arst.; [[μειράκιον]] Polyb.; [[ἐπιθυμία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἀκατάστᾰτος''': -ον, ([[καθίστημι]]) ἄστατος, [[ἀνήσυχος]], Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. [[πνεῦμα]], Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀσταθής]], Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, [[πυκνός]], [[οὖρον]], Ἱππ. 69F. 149F. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάστᾰτος:''' -ον ([[καθίστημι]]), [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ανήσυχος]], σε Δημ. | |lsmtext='''ἀκατάστᾰτος:''' -ον ([[καθίστημι]]), [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ανήσυχος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[changeable]], [[fickle]], [[inconstant]], [[unsettled]] | |woodrun=[[changeable]], [[fickle]], [[inconstant]], [[unsettled]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fickle]]=== | |||
Armenian: հեղհեղուկ; Belarusian: непастаянны, зменлівы; Bengali: খামখেয়ালী; Bulgarian: непостоянен, променлив, отмятащ се; Catalan: inconstant; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 薄情; Danish: lunefuld, vankelmodig, vægelsindet; Dutch: [[wispelturig]], [[onbetrouwbaar]], [[onbestendig]], [[grillig]], [[onberekenbaar]]; Esperanto: nefidinda; Finnish: ailahteleva, huikenteleva, häilyvä, vaihteleva; French: [[inconstant]], [[volage]], [[lunatique]], [[indécis]], [[capricieux]]; German: [[unbeständig]], [[wankelmütig]], [[wechselhaft]], [[flatterhaft]], [[launisch]], [[unstet]]; Greek: [[άστατος]], [[ευμετάβλητος]]; Ancient Greek: [[ἀβέβαιος]], [[ἀκατάστατος]], [[ἀλλογνώμων]], [[ἀλλοπρόσαλλος]], [[ἀναπτερωτός]], [[ἄπιστος]], [[ἀστάθμητος]], [[ἁψίκορος]], [[γάγγαλος]], [[ἐλαφρόνοος]], [[ἔμπληκτος]], [[εὐμετάβολος]], [[εὐμετάγνωστος]], [[εὐμετάγνωτος]], [[εὐμετάθετος]], [[εὐμετακίνητος]], [[εὐμετανόητος]], [[μετάβουλος]], [[μεταπτωτικός]], [[μετάπτωτος]], [[μετέωρος]], [[μετήορος]], [[πλάνος]], [[πολύτροπος]], [[σκιρτητικός]], [[ὑπόκουφος]], [[χαλίφρων]]; Icelandic: hverflyndur, óstöðugur; Italian: [[volubile]], [[incostante]], [[mutevole]], [[capriccioso]]; Japanese: 気が多い, 気まぐれな; Korean: 변덕(變德)스럽다; Latin: [[inconstans]], [[instabilis]]; Norwegian Bokmål: vaklende, skiftende, ubestemmelig, vankelmodig; Occitan: inconstant, lunard, lunatenc, cambiadís, lunatic, viradís, capriciós; Persian: دمدمی مزاج; Portuguese: [[volúvel]], [[caprichoso]], [[volátil]]; Romanian: capricios, schimbător, inconstant; Russian: [[непостоянный]], [[ветреный]], [[переменчивый]]; Scottish Gaelic: leam-leat; Serbo-Croatian Roman: prevrtljiv, nepostojan, prevrtljiv, mušičav, hirovit; Spanish: [[inconstante]], [[veleidoso]], [[voluble]], [[pendular]]; Swedish: ombytlig, nyckfull; Tagalog: balimbing; Turkish: caygın, dönek, kahpe, kaypak; Ukrainian: непості́йний, несталий, мінливий, змінливий | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 November 2023
English (LSJ)
ἀκατάστατον, (καθίστημι)
A unstable, unsettled, καιροί Hp.Aph.3.8; πνεῦμα D.19.136, cf. Arist.Pr.941b29; disorderly, ὁρμαί Stoic.3.166; πολιτεία D.H.6.74:—of men, fickle, Plb.7.4.6; of fevers, irregular, Hp.Acut. (Sp.)20. Adv. ἀκαταστάτως, ἔχειν Isoc.21.7.
II not making any deposit, οὖρον Hp.Prorrh.1.32.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰτάστᾰτος) -ον
I 1inestable, irregular, variable, δίαιτα Hp.Vict.3.68, πυρετοί Hp.Acut.(Sp.) 20, καιροί op. καθεστεῶτες Hp.Aph.3.8, κῦμα D.19.136, πνεῦμα Arist.Pr.941b29, ἀήρ Orac.Sib.1.164
•de pers. voluble, tornadizo Plb.7.4.6, γνώμη Plu.2.714e, de Sión, LXX Is.54.11
•inseguro τὸν τὴν οἰκία<ν> μου ἀκατά<σ>τατον ποιοῦντα IKnidos 150B.12 (II/I a.C.).
2 errante, vagabundo ἀνάστατος καὶ ἀ. Sm.Ge.4.12.
3 desordenado, turbulento ὁρμαί Chrysipp.Stoic.3.166, πολιτεία D.H.6.74, πράγματα D.C.38.27.2
•insurrecto Ῥωμαίοις ἀκατάστατα ἔθνεα Orac.Sib.13.104.
4 medic. que no produce sedimento ἐναιωρήματα Hp.Prorrh.1.32.
II adv. ἀκαταστάτως = turbulentamente ἀκαταστάτως ἔχει τὰ ἐν τῇ πόλει Isoc.21.7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agité, troublé;
NT: instable, inconstant.
Étymologie: ἀ, καθίστημι.
German (Pape)
unstet, unruhig, πνεῦμα Dem. 19.136; πολιτεία Dion.Hal. 6.74; oft Hippocr., δίαιτα, Pol.
• Adv., -τως ἔχειν Isocr. 21.7.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάστᾰτος: непостоянный, неустойчивый, изменчивый (ὥσπερ ἐν θαλάττῃ πνεῦμα Dem.; πνεύματα Arst.; μειράκιον Polyb.; ἐπιθυμία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάστᾰτος: -ον, (καθίστημι) ἄστατος, ἀνήσυχος, Ἱππ. Ἀφ. 1247 ἀκ. πνεῦμα, Δημ. 383. 7· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 13· ἀκ. Πολιτεία, Διον. Ἁλ. 6. 74: - ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀσταθής, Πολύβ. 7. 4, 6· ἐπὶ πυρετῶν, ἄτακτος, Ἱππ. 399. 47. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. ἔχειν, Ἰσοκρ. 401Β. ΙΙ. ὁ μὴ καταλείπων καθίζημα, καταπάτι, πυκνός, οὖρον, Ἱππ. 69F. 149F.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καθίστημι; inconstant: unstable.
English (Thayer)
(καθίστημι), unstable, inconstant, restless: L T Tr WH in πονηρόν πνεῦμα ἐστιν ἡ καταλαλιά, καί ἀκατάστατον δαιμόνιον, μηδέποτε ἐιρηνεῦον, ἀλλά etc.). (Hippocrates and others) Polybius 7,4, 6, others (the Sept. Isaiah 54:11).) #REM: LEFT OFF HERE
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάστατος, -ον)
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
«ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῦμα» (Δημοσθ. 383.7)
«ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74)
2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα, κατακάθι
«ακατάστατος μούστος», «ἀκατάστατον οὖρον» (Ιπποκρ. Προρ. 1, 32)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει τάξη, ο ανοικοκύρευτος
2. εκείνος που μετακινείται συνεχώς από το ένα μέρος στο άλλο
αρχ.
1. ο άστατος, ο ανήσυχος
«δῆμός ἐστιν ἀσταθμητότατον... ὥσπερ θάλαττ' ἀκατάστατον» (Δημοσθ. 383, 6)
2. ασταθής, ανάξιος εμπιστοσύνης
«ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτού» (ΚΔ Επιστ. Ιακ. 1, 8).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καθίστημι.
ΠΑΡ. ακαταστασία
αρχ.
ἀκαταστατῶ].
Greek Monotonic
ἀκατάστᾰτος: -ον (καθίστημι), άστατος, ασταθής, ανήσυχος, σε Δημ.
Middle Liddell
καθίστημι
unstable, unsettled, Dem.
Chinese
原文音譯:¢kat£statoj 阿-卡他-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-站的 相當於: (סָעַר)
字義溯源:無定向的,不安的,不穩定的,沒有定見;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθιστάνω / καθίστημι)=設立)組成;其中 (καθιστάνω / καθίστημι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 沒有定見(1) 雅1:8
English (Woodhouse)
changeable, fickle, inconstant, unsettled
Translations
fickle
Armenian: հեղհեղուկ; Belarusian: непастаянны, зменлівы; Bengali: খামখেয়ালী; Bulgarian: непостоянен, променлив, отмятащ се; Catalan: inconstant; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 薄情; Danish: lunefuld, vankelmodig, vægelsindet; Dutch: wispelturig, onbetrouwbaar, onbestendig, grillig, onberekenbaar; Esperanto: nefidinda; Finnish: ailahteleva, huikenteleva, häilyvä, vaihteleva; French: inconstant, volage, lunatique, indécis, capricieux; German: unbeständig, wankelmütig, wechselhaft, flatterhaft, launisch, unstet; Greek: άστατος, ευμετάβλητος; Ancient Greek: ἀβέβαιος, ἀκατάστατος, ἀλλογνώμων, ἀλλοπρόσαλλος, ἀναπτερωτός, ἄπιστος, ἀστάθμητος, ἁψίκορος, γάγγαλος, ἐλαφρόνοος, ἔμπληκτος, εὐμετάβολος, εὐμετάγνωστος, εὐμετάγνωτος, εὐμετάθετος, εὐμετακίνητος, εὐμετανόητος, μετάβουλος, μεταπτωτικός, μετάπτωτος, μετέωρος, μετήορος, πλάνος, πολύτροπος, σκιρτητικός, ὑπόκουφος, χαλίφρων; Icelandic: hverflyndur, óstöðugur; Italian: volubile, incostante, mutevole, capriccioso; Japanese: 気が多い, 気まぐれな; Korean: 변덕(變德)스럽다; Latin: inconstans, instabilis; Norwegian Bokmål: vaklende, skiftende, ubestemmelig, vankelmodig; Occitan: inconstant, lunard, lunatenc, cambiadís, lunatic, viradís, capriciós; Persian: دمدمی مزاج; Portuguese: volúvel, caprichoso, volátil; Romanian: capricios, schimbător, inconstant; Russian: непостоянный, ветреный, переменчивый; Scottish Gaelic: leam-leat; Serbo-Croatian Roman: prevrtljiv, nepostojan, prevrtljiv, mušičav, hirovit; Spanish: inconstante, veleidoso, voluble, pendular; Swedish: ombytlig, nyckfull; Tagalog: balimbing; Turkish: caygın, dönek, kahpe, kaypak; Ukrainian: непості́йний, несталий, мінливий, змінливий