ἑτοιμότης: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
m (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...)
mNo edit summary
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=etoimotis
|Transliteration C=etoimotis
|Beta Code=e(toimo/ths
|Beta Code=e(toimo/ths
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[readiness]], πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν <span class="bibl">D.54.36</span>; <b class="b3">λόγων ἑ</b>. [[power]] of speaking [[offhand]], Plu.2.6e, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cam.</span>32</span>: pl., <span class="bibl">M.Ant.4.12</span>; of things, ἑ. κτήσεως <span class="bibl">Phld. <span class="title">Oec.</span>p.46</span> J.; [[aptitude]], <span class="bibl">Ph.1.392</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[predisposition]], <span class="bibl">Plot.6.1.8</span>; in Medic. sense, Gal.7.291.</span>
|Definition=ἑτοιμότητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[readiness]], πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; [[λόγων ἑτοιμότης]] = [[power of speaking offhand]], Plu.2.6e, cf. ''Cam.''32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑτοιμότης κτήσεως Phld. ''Oec.''p.46 J.; [[aptitude]], Ph.1.392.<br><span class="bld">II</span> [[predisposition]], Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1053.png Seite 1053]] ητος, ἡ, das Bereit-, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben [[βούλησις]], Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1053.png Seite 1053]] ητος, ἡ, das [[Bereitein]], [[Fertigsein]], [[Bereitheit]], λόγων, [[Gewandtheit]] im Sprechen aus dem [[Stegereif]], Plut. educ. lib. 9. – [[Bereitwilligkeit]], πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben [[βούλησις]], Plut. Camill. 32, [[Geneigtheit]], [[Neigung]]; auch im plur., M. Ant. 4, 12.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action d'être prêt]] : λόγων PLUT facilité de parole;<br /><b>2</b> [[inclination]], [[disposition à]] : πρός τι, à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτοιμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτοιμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[состояние готовности]], [[готовность]] (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑτοιμότης Plut. легкость (бойкость) речи;<br /><b class="num">2</b> [[расположенность]], [[охота]], [[склонность]], Plut.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμότης]]) [[έτοιμος]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] προετοιμασμένος, [[έτοιμος]] για [[κάτι]] («[[ετοιμότητα]] πολέμου»)<br /><b>2.</b> η [[ευχέρεια]] στη [[διατύπωση]] νοημάτων, το να μιλάει [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] και [[γρήγορα]], η [[ετοιμολογία]], η [[ευστροφία]] του πνεύματος («έχει [[ετοιμότητα]] στις απαντήσεις του»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για λόγο) [[προχειρότητα]] («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλίση]], [[προδιάθεση]], [[τάση]], [[ροπή]] («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ<br />τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[επιθυμία]] («[[ἑτοιμότης]] κτήσεως»).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἑτοιμότης]] πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., [[ἱκανότης]] εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) [[προθυμία]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.
|lstext='''ἑτοιμότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἑτοιμότης]] πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., [[ἱκανότης]] εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) [[προθυμία]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;<br /><b>2</b> inclination, disposition à : [[πρός]] [[τι]], à faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτοιμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτοιμότης:''' -ητος, ἡ, [[κατάσταση]] ετοιμότητας, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἑτοιμότης:''' -ητος, ἡ, [[κατάσταση]] ετοιμότητας, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[ετοιμότητα]], [[προθυμία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτοιμότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> состояние готовности, готовность (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑ. Plut. легкость (бойкость) речи;<br /><b class="num">2)</b> [[расположенность]], [[охота]], [[склонность]], Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 30: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[being ready]]
|woodrun=[[being ready]]
}}
{{trml
|trtx====[[readiness]]===
Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: [[préparation]]; German: [[Bereitschaft]]; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: [[ετοιμότητα]]; Ancient Greek: [[ἑτοιμότης]]; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: [[promptus]]; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: [[prontidão]]; Russian: [[готовность]]; Slovak: pripravenosť; Spanish: [[preparación]]; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість
}}
}}

Latest revision as of 06:00, 14 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμότης Medium diacritics: ἑτοιμότης Low diacritics: ετοιμότης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: hetoimótēs Transliteration B: hetoimotēs Transliteration C: etoimotis Beta Code: e(toimo/ths

English (LSJ)

ἑτοιμότητος, ἡ,
A readiness, πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; λόγων ἑτοιμότης = power of speaking offhand, Plu.2.6e, cf. Cam.32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑτοιμότης κτήσεως Phld. Oec.p.46 J.; aptitude, Ph.1.392.
II predisposition, Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.

German (Pape)

[Seite 1053] ητος, ἡ, das Bereitein, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 action d'être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;
2 inclination, disposition à : πρός τι, à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτοιμότης: ητος ἡ
1 состояние готовности, готовность (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑτοιμότης Plut. легкость (бойкость) речи;
2 расположенность, охота, склонность, Plut.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμότης) έτοιμος
1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτιετοιμότητα πολέμου»)
2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία του πνεύματος («έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις του»)
αρχ.-μσν.
(για λόγο) προχειρότητα («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», Πλούτ.)
αρχ.
1. κλίση, προδιάθεση, τάση, ροπή («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ
τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) επιθυμίαἑτοιμότης κτήσεως»).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἑτοιμότης πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., ἱκανότης εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) προθυμία, κλίσις, διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.

Greek Monotonic

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, κατάσταση ετοιμότητας, προετοιμασία, προπαρασκευή, ετοιμότητα, προθυμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἑτοιμότης, ητος, [from ἑτοῖμος
a state of preparation, readiness, Plut.

English (Woodhouse)

being ready

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

readiness

Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: préparation; German: Bereitschaft; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: ετοιμότητα; Ancient Greek: ἑτοιμότης; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: promptus; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: prontidão; Russian: готовность; Slovak: pripravenosť; Spanish: preparación; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість