θηριώδης: Difference between revisions
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiriodis | |Transliteration C=thiriodis | ||
|Beta Code=qhriw/dhs | |Beta Code=qhriw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=θηριῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[full of wild beasts]], [[infested by them]], of countries, ἡ θ. Αιβύη [[Herodotus|Hdt.]]4.181; ὄρεα θηριωδέστατα Id.1.110; <b class="b3">ἐν τῇ θ. [χώρῃ]</b> Id.4.174, cf. 2.32; <b class="b3">θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης</b> [[full of ravenous fishes]], Id.6.44.<br><span class="bld">II</span> of beasts, [[savage]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''663a13; ἐπὶ τὸ θηριωδέστερον Id.''HA''502b4; [[τὸ θηριῶδες]], of a [[colt]], E.''Tr.''671.<br><span class="bld">2</span> of men and manners, [[brutal]], δίαιτα Hp.''VM''3; ([[βίοτος]]) [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''202, cf.''SIG''704''E''11 (Delph., ii B.C.); [[ἡδονή]] Pl.''R.''591c; [[βρίμωσις]] Phld.''Ir.''p.58W.; κατάστασις ''OGI''424.3 (Palestine, i A.D.); ὁ θ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1145a30; <b class="b3">οἱ Λάκωνες… θηριώδεις ἀπεργάζονται [τοὺς παῖδας]</b> Id.''Pol.'' 1338b12; ἡ θηριώδης [[ἕξις]] Id.''EN''1145a24: Comp. θηριωδέστερος, ἄνθρωπος Plb.30.12.3; [[τὸ θηριῶδες]] = [[brutality]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''394e, al. Adv. [[θηριωδῶς]] = [[savagely]], [[ferociously]], [[furiously]], [[like an animal]], διακεῖσθαι πρὸς ὰλλήλους Isoc.11.25, cf. Plb.15.20.3.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ζῴδια θηριώδη</b> = [[θηριόμορφος|θηριόμορφα]], Ptol.''Tetr.''200.<br><span class="bld">III</span> Medic., [[malignant]], of ulcers, Phld.''Ir.''p.44W., Dsc.2.108, Plu.2.165e, Aret.''SA''2.8; also of intestinal worms, Hp. ''Epid.''6.1.11, 6.2.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] θηριῶδες, [[thierisch]]; – a) voll wilder Tiere, [[Λιβύη]] Her. 4, 181, [[οὔρεα]] θηριωδέστατα 1, 110, vom Meere 6, 44, θῖνες Plut. Thes. 1. – b) nach Art der Tiere, [[βίοτος]] Eur. Suppl. 202; τὸ θηριῶδες τῆς φύσεως Plat. Crat. 394 e, öfter; θηριῶδες καὶ κυνικὸν δοκεῖ εἶναι Xen. Cyr. 5, 2, 17; καὶ [[ἄγριον]] Luc. Pseudol. 31; vgl. Arist. Eth. 7, 1. – Bei den Aerzten, bösartig, von Geschwüren. – Adv., θηριωδῶς ζῆν, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους, Isocr. 3, 6. 4, 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, θηριῶδες:<br /><b>1</b> [[de la nature des bêtes sauvages]], [[bestial]], [[sauvage]] ; <i>t. de méd.</i> malfaisant, malin (ulcère);<br /><b>2</b> [[rempli de bêtes sauvages]] ; <i>particul.</i> rempli de poissons dangereux;<br /><i>Cp.</i> θηριωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[θηρίον]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θηριώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[звериный]] (''[[sc.]]'' ὄνυχες Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[звероподобный]], [[животный]], [[дикий]] ([[ἡδονή]] Plat.; ἔθη καὶ ὄψεις Arst.; [[βίοτος]] Eur. и [[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[изобилующий дикими животными]] или [[изобилующий хищными животными]] ([[οὔρεα]] Her.; θῖνες Plut.);<br /><b class="num">4</b> мед. [[злокачественный]] (νομαὶ σαρκός Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηριώδης''': | |lstext='''θηριώδης''': θηριῶδες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἀγρίων θηρίων, Λατ. [[belluosus]], ἐπὶ τόπων, ἡ θ. [[Λιβύη]] Ἡρόδ. 4. 181· [[οὔρεα]] θηριωδέστατα 1. 110· ἐν τῇ θηριώδει χώρᾳ 4. 174, πρβλ. 181., 2. 32· θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης, οὔσης πλήρους ἀδηφάγων ἰχθύων, 6. 44. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, [[ἄγριος]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· τὸ θ., ἀγρία [[φύσις]], ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 8. 28, 14. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[κτηνώδης]], [[ἄγριος]], [[θηριώδης]], Λατ. [[belluinus]], [[δίαιτα]] Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· [[βίοτος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 202· ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 591C· ὁ θ. ἐν ἀνθρώποις [[σπάνιος]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οἱ Λάκωνες... θηριώδεις ἀπεργάζονται τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 8. 4, 1, πρβλ. 5· τὸ θ., ἡ ζωϊκὴ [[φύσις]], Εὐρ. Ἴωνι 666· τὸ κτηνῶδες, ὁ [[κτηνώδης]] [[χαρακτήρ]], Πλάτ. Κρατ. 394Ε, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2. - Ἐπίρρ., θηριωδῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 226C. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, κακῆς φύσεως, ἐπὶ ἕλκους, Διοσκ. 2. 131, Πλούτ. 2. 165Ε· πρβλ. [[θηρίωμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[θηριώδης]], | |mltxt=-ες (ΑΜ [[θηριώδης]], θηριῶδες) [[θηρίο]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άγριος]], [[ορμητικός]], [[επιθετικός]] όπως το [[θηρίο]]<br /><b>2.</b> (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε [[θηρίο]], [[κτηνώδης]], [[ζωώδης]] (α. «[[θηριώδης]] [[συμπεριφορά]]» β. «[[θηριώδης]] [[βίοτος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[απάνθρωπος]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> εξαγριωμένος, [[ιδίως]] εξαιτίας οργής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από άγρια θηρία («ὄρη θηριωδέστατα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) πολύ [[άγριος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θηριῶδες</i><br />η [[ιδιότητα]] του θηρίου, το κτηνώδες, το [[γένος]] τών κτηνών, η ζωική [[φύση]], το ίδιο το [[κτήνος]]<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> <b>φρ.</b> «ζῴδια θηριώδη» <br />α) ζώδια θηριόμορφα<br />β) ζώδια στα οποία δόθηκαν ονομασίες θηρίων, όπως [[ταύρος]], [[λέων]] κ.λπ.<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> α) (για [[πληγή]]) κακοφορμισμένη, [[κακοήθης]]<br />β) (για παράσιτα, σκουλήκια, λεβίδες) [[επικίνδυνος]], [[επιβλαβής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θηριωδώς</i> (ΑΜ θηριωδῶς)<br />με θηριώδη, σκληρό, άγριο τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηρῐώδης:''' | |lsmtext='''θηρῐώδης:''' θηριῶδες ([[εἶδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[γεμάτος]] με άγρια θηρία, [[κατάμεστος]] με αυτά, Λατ. [[belluosus]], λέγεται για περιοχές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ανθρώπους με [[συμπεριφορά]] όμοια με άγριου θηρίου, [[άγριος]], [[κτηνώδης]], Λατ. [[belluinus]], σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· <i>τὸ θηριῶδες</i>, η [[ζωώδης]] [[φύση]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θηρι-ώδης, | |mdlsjtxt=θηρι-ώδης, θηριῶδες [[εἶδος]]<br /><b class="num">I.</b> [[full]] of [[wild]] beasts, infested by them, Lat. [[belluosus]], of countries, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> of men, [[beast]]-like, [[wild]], [[savage]], [[brutal]], Lat. [[belluinus]], Eur., Plat., etc.:— τὸ θ. the [[animal]] [[nature]], Eur. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[beastlike]], [[inhuman]], [[beast-like]], [[like a brute]] | |woodrun=[[beastlike]], [[inhuman]], [[beast-like]], [[like a brute]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 15 November 2024
English (LSJ)
θηριῶδες,
A full of wild beasts, infested by them, of countries, ἡ θ. Αιβύη Hdt.4.181; ὄρεα θηριωδέστατα Id.1.110; ἐν τῇ θ. [χώρῃ] Id.4.174, cf. 2.32; θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης full of ravenous fishes, Id.6.44.
II of beasts, savage, Arist.PA663a13; ἐπὶ τὸ θηριωδέστερον Id.HA502b4; τὸ θηριῶδες, of a colt, E.Tr.671.
2 of men and manners, brutal, δίαιτα Hp.VM3; (βίοτος) E.Supp.202, cf.SIG704E11 (Delph., ii B.C.); ἡδονή Pl.R.591c; βρίμωσις Phld.Ir.p.58W.; κατάστασις OGI424.3 (Palestine, i A.D.); ὁ θ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις σπάνιος Arist.EN 1145a30; οἱ Λάκωνες… θηριώδεις ἀπεργάζονται [τοὺς παῖδας] Id.Pol. 1338b12; ἡ θηριώδης ἕξις Id.EN1145a24: Comp. θηριωδέστερος, ἄνθρωπος Plb.30.12.3; τὸ θηριῶδες = brutality, Pl.Cra.394e, al. Adv. θηριωδῶς = savagely, ferociously, furiously, like an animal, διακεῖσθαι πρὸς ὰλλήλους Isoc.11.25, cf. Plb.15.20.3.
3 ζῴδια θηριώδη = θηριόμορφα, Ptol.Tetr.200.
III Medic., malignant, of ulcers, Phld.Ir.p.44W., Dsc.2.108, Plu.2.165e, Aret.SA2.8; also of intestinal worms, Hp. Epid.6.1.11, 6.2.11.
German (Pape)
[Seite 1210] θηριῶδες, thierisch; – a) voll wilder Tiere, Λιβύη Her. 4, 181, οὔρεα θηριωδέστατα 1, 110, vom Meere 6, 44, θῖνες Plut. Thes. 1. – b) nach Art der Tiere, βίοτος Eur. Suppl. 202; τὸ θηριῶδες τῆς φύσεως Plat. Crat. 394 e, öfter; θηριῶδες καὶ κυνικὸν δοκεῖ εἶναι Xen. Cyr. 5, 2, 17; καὶ ἄγριον Luc. Pseudol. 31; vgl. Arist. Eth. 7, 1. – Bei den Aerzten, bösartig, von Geschwüren. – Adv., θηριωδῶς ζῆν, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους, Isocr. 3, 6. 4, 28.
French (Bailly abrégé)
ης, θηριῶδες:
1 de la nature des bêtes sauvages, bestial, sauvage ; t. de méd. malfaisant, malin (ulcère);
2 rempli de bêtes sauvages ; particul. rempli de poissons dangereux;
Cp. θηριωδέστερος.
Étymologie: θηρίον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θηριώδης:
1 звериный (sc. ὄνυχες Arst.);
2 перен. звероподобный, животный, дикий (ἡδονή Plat.; ἔθη καὶ ὄψεις Arst.; βίοτος Eur. и βίος Plut.);
3 изобилующий дикими животными или изобилующий хищными животными (οὔρεα Her.; θῖνες Plut.);
4 мед. злокачественный (νομαὶ σαρκός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θηριώδης: θηριῶδες, (εἶδος) πλήρης ἀγρίων θηρίων, Λατ. belluosus, ἐπὶ τόπων, ἡ θ. Λιβύη Ἡρόδ. 4. 181· οὔρεα θηριωδέστατα 1. 110· ἐν τῇ θηριώδει χώρᾳ 4. 174, πρβλ. 181., 2. 32· θηριωδεστάτης ἐούσης τῆς θαλάσσης ταύτης, οὔσης πλήρους ἀδηφάγων ἰχθύων, 6. 44. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ἄγριος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 5· τὸ θ., ἀγρία φύσις, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 8. 28, 14. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κτηνώδης, ἄγριος, θηριώδης, Λατ. belluinus, δίαιτα Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· βίοτος Εὐρ. Ἱκέτ. 202· ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 591C· ὁ θ. ἐν ἀνθρώποις σπάνιος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οἱ Λάκωνες... θηριώδεις ἀπεργάζονται τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. Πολιτικ. 8. 4, 1, πρβλ. 5· τὸ θ., ἡ ζωϊκὴ φύσις, Εὐρ. Ἴωνι 666· τὸ κτηνῶδες, ὁ κτηνώδης χαρακτήρ, Πλάτ. Κρατ. 394Ε, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2. - Ἐπίρρ., θηριωδῶς διακεῖσθαι πρός τινα Ἰσοκρ. 226C. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, κακῆς φύσεως, ἐπὶ ἕλκους, Διοσκ. 2. 131, Πλούτ. 2. 165Ε· πρβλ. θηρίωμα.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ θηριώδης, θηριῶδες) θηρίο
1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο
2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης βίοτος», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) απάνθρωπος, ωμός, σκληρός, άσπλαχνος
2. εξαγριωμένος, ιδίως εξαιτίας οργής
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος από άγρια θηρία («ὄρη θηριωδέστατα», Ηρόδ.)
2. (για ζώα) πολύ άγριος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηριῶδες
η ιδιότητα του θηρίου, το κτηνώδες, το γένος τών κτηνών, η ζωική φύση, το ίδιο το κτήνος
4. αστρον. φρ. «ζῴδια θηριώδη»
α) ζώδια θηριόμορφα
β) ζώδια στα οποία δόθηκαν ονομασίες θηρίων, όπως ταύρος, λέων κ.λπ.
5. ιατρ. α) (για πληγή) κακοφορμισμένη, κακοήθης
β) (για παράσιτα, σκουλήκια, λεβίδες) επικίνδυνος, επιβλαβής.
επίρρ...
θηριωδώς (ΑΜ θηριωδῶς)
με θηριώδη, σκληρό, άγριο τρόπο.
Greek Monotonic
θηρῐώδης: θηριῶδες (εἶδος),
I. γεμάτος με άγρια θηρία, κατάμεστος με αυτά, Λατ. belluosus, λέγεται για περιοχές, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για ανθρώπους με συμπεριφορά όμοια με άγριου θηρίου, άγριος, κτηνώδης, Λατ. belluinus, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· τὸ θηριῶδες, η ζωώδης φύση, σε Ευρ.
Middle Liddell
θηρι-ώδης, θηριῶδες εἶδος
I. full of wild beasts, infested by them, Lat. belluosus, of countries, Hdt.
II. of men, beast-like, wild, savage, brutal, Lat. belluinus, Eur., Plat., etc.:— τὸ θ. the animal nature, Eur.