οἰκτίζω: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - " :" to ":") |
(CSV import) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiktizo | |Transliteration C=oiktizo | ||
|Beta Code=oi)kti/zw | |Beta Code=oi)kti/zw | ||
|Definition=(pres. only in compd. <b class="b3">κατ-</b>), Att | |Definition=(pres. only in compd. <b class="b3">κατ-</b>), Att. <span class="bld">A</span> fut. οἰκτιῶ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1508: mostly ''poet.'', [[pity]], [[have pity upon]], c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc.; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.''Mu.''391a22: c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.''Tr.''855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι… στόλον οἰκτιζομένα [[with pitying eye]], A.''Supp.''1031 (lyr.), cf. [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''720 (as v.l.), Th.2.51.<br><span class="bld">2</span> Med. also, [[bewail]], [[lament]], τι E.''IT''486, cf.''Hel.''1053: abs., Din.1.110: c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι [[utter a wail]], A.''Eu.''515 (lyr.), cf. E.''Tr.''155 (anap.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> οἰκτιῶ, <i>ao.</i> [[ᾤκτισα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. inus.</i><br />se lamenter sur, s'apitoyer sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[οἰκτίζομαι]] (<i>ao.</i> ᾠκτισάμην) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[οἶκτος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[οἰκτείρω]]; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, Aesch. <i>Prom</i>. 68; οὕνεκ' ᾤκτισεν [[ἡμᾶς]], <i>Suppl</i>. 630; auch im med., <i>[[wehklagen]], Eum</i>. 490; τινά, <i>[[bemitleiden]], Suppl</i>. 1012; ἀλλ' οἴκτισον [[σφᾶς]], Soph. <i>O.R</i>. 1508, [[öfter]], wie Eur., der aber [[häufiger]] das med. braucht, γυναικείοις ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι, <i>Hel</i>. 1059, οἴκτους, οὓς οἰκτίζει, <i>Tr</i>. 155; τὸν θνήσκοντα ᾠκτίζοντο, Thuc. 2.51; οἰκτίζεσθαι [[neben]] δακρύειν, Din. 1.110; Sp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκτίζω:'''<br /><b class="num">1</b> Trag. = [[οἰκτείρω]];<br /><b class="num">2</b> тж. med. [[сетовать]], [[оплакивать]] (τὸν θνήσκοντα Thuc.; τινὰ τῆς τύχης Plut.): οἶκτον οἰκτίζεσθαι Aesch. издавать горестный вопль. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκτίζω''': (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ [[οἰκτείρω]], ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., [[οἰκτείρω]], λυποῦμαὶ τινα, [[αἰσθάνομαι]] οἶκτον [[πρός]] τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., [[πάθος]] οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· [[ἀλλά]], 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155. | |lstext='''οἰκτίζω''': (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ [[οἰκτείρω]], ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., [[οἰκτείρω]], λυποῦμαὶ τινα, [[αἰσθάνομαι]] οἶκτον [[πρός]] τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., [[πάθος]] οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· [[ἀλλά]], 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ [[ὡσαύτως]], θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν | |mltxt=[[οἰκτίζω]] (Α) [[οίκτος]]<br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] οίκτο για κάποιον, [[ευσπλαγχνίζομαι]], [[οικτίρω]] («[[ὅπως]] μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῖς [[ποτέ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκτίζομαι</i><br />α) [[πενθώ]]<br />β) [[εκδηλώνω]] τη [[λύπη]] μου («[[ὅταν]] Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)<br />γ) [[θρηνολογώ]] («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκτιῶ</i>, αόρ. | |lsmtext='''οἰκτίζω:''' Αττ. μέλ. <i>οἰκτιῶ</i>, αόρ. αʹ [[ᾤκτισα]] ([[οἶκτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συμπονώ]], [[αισθάνομαι]] οίκτο, [[σπλαχνίζομαι]], [[ελεώ]], με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ολοφύρομαι]], [[θρηνώ]], [[πενθώ]], σε Ευρ.· απόλ., [[εκφράζω]] τη συμπάθειά μου, τη [[λύπη]] μου, στον ίδ.· <i>οἶκτον οἰκτίζεσθαι</i>, [[θρηνωδία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἶκτος]]<br /><b class="num">1.</b> to [[pity]], [[have]] [[pity]] [[upon]], c. acc., Aesch., Soph., etc.:— Mid. in [[same]] [[sense]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in Mid. also, to [[bewail]], [[lament]], Eur.: absol. to [[express]] one's [[pity]], Eur.; οἶκτον οἰκτίζεσθαι to [[utter]] a [[wail]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[οἶκτος]]<br /><b class="num">1.</b> to [[pity]], [[have]] [[pity]] [[upon]], c. acc., Aesch., Soph., etc.:— Mid. in [[same]] [[sense]], Eur., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in Mid. also, to [[bewail]], [[lament]], Eur.: absol. to [[express]] one's [[pity]], Eur.; οἶκτον οἰκτίζεσθαι to [[utter]] a [[wail]], Aesch. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[miserari]]'', to [[pity]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.51.6/ 2.51.6]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:34, 16 November 2024
English (LSJ)
(pres. only in compd. κατ-), Att. A fut. οἰκτιῶ A.Pr.68 (κατ- S., etc.): aor. ᾤκτισα S.OT1508: mostly poet., pity, have pity upon, c. acc. pers., A.l.c., S.l.c., etc.; τινὰ τῆς μικροψυχίας Arist.Mu.391a22: c. acc. rei, πάθος οἰκτίσαι S.Tr.855 (lyr.):—Med. in same sense, ἐπίδοι… στόλον οἰκτιζομένα with pitying eye, A.Supp.1031 (lyr.), cf. E.Hec.720 (as v.l.), Th.2.51.
2 Med. also, bewail, lament, τι E.IT486, cf.Hel.1053: abs., Din.1.110: c. acc. cogn., οἶκτον οἰκτίζεσθαι utter a wail, A.Eu.515 (lyr.), cf. E.Tr.155 (anap.).
French (Bailly abrégé)
f. att. οἰκτιῶ, ao. ᾤκτισα, pf. inus.
Pass. inus.
se lamenter sur, s'apitoyer sur, acc.;
Moy. οἰκτίζομαι (ao. ᾠκτισάμην) m. sign.
Étymologie: οἶκτος.
German (Pape)
= οἰκτείρω; ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε, Aesch. Prom. 68; οὕνεκ' ᾤκτισεν ἡμᾶς, Suppl. 630; auch im med., wehklagen, Eum. 490; τινά, bemitleiden, Suppl. 1012; ἀλλ' οἴκτισον σφᾶς, Soph. O.R. 1508, öfter, wie Eur., der aber häufiger das med. braucht, γυναικείοις ἂν οἰκτισαίμεθα κουραῖσι καὶ θρήνοισι, Hel. 1059, οἴκτους, οὓς οἰκτίζει, Tr. 155; τὸν θνήσκοντα ᾠκτίζοντο, Thuc. 2.51; οἰκτίζεσθαι neben δακρύειν, Din. 1.110; Sp.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτίζω:
1 Trag. = οἰκτείρω;
2 тж. med. сетовать, оплакивать (τὸν θνήσκοντα Thuc.; τινὰ τῆς τύχης Plut.): οἶκτον οἰκτίζεσθαι Aesch. издавать горестный вопль.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτίζω: (ἐνεστ. μόνον ἐν τῷ συνθέτ’ κατ-)· μέλλ. Ἀττ. οἰκτιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 68 (κατ- Σοφ., κτλ.)· ἀόρ. ᾤκτισα Τραγ.· - πρβλ. κατ-, συνοικτίζω. Ὡς τὸ οἰκτείρω, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ποιητ., οἰκτείρω, λυποῦμαὶ τινα, αἰσθάνομαι οἶκτον πρός τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο. Τ. 1508. κτλ.· τινὰ τινος Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 4 μετ’ αἰτ. πράγμ., πάθος οἰκτίσαι Σοφ. Τρ. 855· - τὸ μέσ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἐπίδοι.. στόλον οἰκτιζομένα, μετ’ οἴκτου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1032 (λυρ.), πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 721, Θουκ. 2. 51· ἀλλά, 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, θρηνῶ, πενθῶ, τι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Τ. 486· ἀπολ., ἐκδηλῶ τὴν λύπην, τὸν οἶκτόν μου, θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1053, πρβλ. Δείναρχ. 104. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνολογεῖν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 515, Εὐρ. Τρῳ. 155.
Greek Monolingual
οἰκτίζω (Α) οίκτος
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ' αὐτὸν οἰκτιεῖς ποτέ», Αισχύλ.)
2. μέσ. οἰκτίζομαι
α) πενθώ
β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς οἰκτίζηται καὶ δακρύῃ», Δείν.)
γ) θρηνολογώ («τεκοῦσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτο», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
οἰκτίζω: Αττ. μέλ. οἰκτιῶ, αόρ. αʹ ᾤκτισα (οἶκτος)·
1. συμπονώ, αισθάνομαι οίκτο, σπλαχνίζομαι, ελεώ, με αιτ., σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., με την ίδια σημασία, σε Ευρ., Θουκ.
2. στη Μέσ. επίσης, ολοφύρομαι, θρηνώ, πενθώ, σε Ευρ.· απόλ., εκφράζω τη συμπάθειά μου, τη λύπη μου, στον ίδ.· οἶκτον οἰκτίζεσθαι, θρηνωδία, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
οἶκτος
1. to pity, have pity upon, c. acc., Aesch., Soph., etc.:— Mid. in same sense, Eur., Thuc.
2. in Mid. also, to bewail, lament, Eur.: absol. to express one's pity, Eur.; οἶκτον οἰκτίζεσθαι to utter a wail, Aesch.