κατατομή: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatomi
|Transliteration C=katatomi
|Beta Code=katatomh/
|Beta Code=katatomh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[incision]], [[notch]], [[groove]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.8.10</span>, Sm.<span class="title">Je.</span>31 (48).37; ἄνευ κατατομῆς = [[uncarved]], [[smooth]], IG12.372.134, cf. 373.231: pl., <span class="bibl">Artem.1.67</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[part of a theatre]], Hyp.<span class="title">Dem.Fr.</span>3: variously expld. as = [[ὀρχήστρα]] or [[διάζωμα]], <span class="title">AB</span>270, cf. Phot. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[face]] of [[rock]], ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κατατομήν τῆς πέτρας <span class="bibl">Philoch.138</span>; <b class="b3">μέταλλον καὶ κ</b>. perhaps a mine and a [[quarry-face]], IG22.1582.70. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[καταγραφή]], [[profile]], Hsch. (s.h.v.). </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> [[mutilation]], opp. true [[circumcision]], a [[παρονομασία]] in <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>3.2</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[incision]], [[notch]], [[groove]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.8.10, Sm.''Je.''31 (48).37; ἄνευ κατατομῆς = [[uncarved]], [[smooth]], IG12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67.<br><span class="bld">II</span> [[part of a theatre]], Hyp.''Dem.Fr.''3: variously expld. as = [[ὀρχήστρα]] or [[διάζωμα]], ''AB''270, cf. Phot.<br><span class="bld">2</span> [[face]] of [[rock]], ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κατατομήν τῆς πέτρας Philoch.138; <b class="b3">μέταλλον καὶ κ.</b> perhaps a mine and a [[quarry-face]], IG22.1582.70.<br><span class="bld">III</span> = [[καταγραφή]], [[profile]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (s.h.v.).<br><span class="bld">IV</span> [[mutilation]], opp. true [[circumcision]], a [[παρονομασία]] in ''Ep.Phil.''3.2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incision, coupure, tranchée;<br /><b>2</b> cavité creusée dans le roc derrière les gradins d'un théâtre creusé à flanc de colline;<br /><b>3</b> action de détacher par incision, mutilation, <i>particul.</i> circoncision.<br />'''Étymologie:''' [[κατατέμνω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[incision]], [[coupure]], [[tranchée]];<br /><b>2</b> [[cavité creusée dans le roc derrière les gradins d'un théâtre creusé à flanc de colline]];<br /><b>3</b> action de détacher par incision, mutilation, <i>particul.</i> circoncision.<br />'''Étymologie:''' [[κατατέμνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Zerschneiden]], [[Zerhauen]], der [[Einschnitt]]</i>, Sp. – Auch = [[καταγραφή]], <i>das [[Profil]]</i>, Sp. – Im griech. [[Theater]], <i>ein Gang</i>, Poll. 4.123; vgl. bes. Harp. und <i>B.A</i>. 270.21.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατομή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ответвление]] или рукав (реки) (ποταμοὶ πολλὰς κατατομὰς λαμβάνοντας Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[обрезание]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 26:
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and temno (to [[cut]]); a [[cutting]] [[down]] ([[off]]), i.e. [[mutilation]] ([[ironically]]): concision. Compare [[ἀποκόπτω]].
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and temno (to [[cut]]); a [[cutting]] down ([[off]]), i.e. [[mutilation]] ([[ironically]]): concision. Compare [[ἀποκόπτω]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 27: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατομή:''' ἡ ([[κατατέμνω]]), [[εγχάραξη]], [[τομή]], [[αυλάκι]], αντίθ. προς την πραγματική [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κατατομή:''' ἡ ([[κατατέμνω]]), [[εγχάραξη]], [[τομή]], [[αυλάκι]], αντίθ. προς την πραγματική [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elnl
|elnltext=κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατομή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ответвление]] или рукав (реки) (ποταμοὶ πολλὰς κατατομὰς λαμβάνοντας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[обрезание]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 42:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katatom» 卡他-拖姆<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-切(著) 相當於: ([[גָּדַד]]&#x200E;)  ([[גָּדַע]]&#x200E;)  ([[גָּלַח]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':割去,切割,行割禮;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[τελωνεῖον]] / [[τελώνιον]])X*=切,割)組成<br />'''出現次數''':總共(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 行割禮的(1) 腓3:2
|sngr='''原文音譯''':katatom» 卡他-拖姆<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-切(著) 相當於: ([[גָּדַד]]&#x200E;)  ([[גָּדַע]]&#x200E;)  ([[גָּלַח]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':割去,切割,行割禮;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[τελωνεῖον]] / [[τελώνιον]])X*=切,割)組成<br />'''出現次數''':總共(1);腓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 行割禮的(1) 腓3:2
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐγχάραξη]]). Ἀπό τό [[κατατέμνω]] → [[κατά]] + [[τέμνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατομή Medium diacritics: κατατομή Low diacritics: κατατομή Capitals: ΚΑΤΑΤΟΜΗ
Transliteration A: katatomḗ Transliteration B: katatomē Transliteration C: katatomi Beta Code: katatomh/

English (LSJ)

ἡ,
A incision, notch, groove, Thphr. HP 4.8.10, Sm.Je.31 (48).37; ἄνευ κατατομῆς = uncarved, smooth, IG12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67.
II part of a theatre, Hyp.Dem.Fr.3: variously expld. as = ὀρχήστρα or διάζωμα, AB270, cf. Phot.
2 face of rock, ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κατατομήν τῆς πέτρας Philoch.138; μέταλλον καὶ κ. perhaps a mine and a quarry-face, IG22.1582.70.
III = καταγραφή, profile, Hsch. (s.h.v.).
IV mutilation, opp. true circumcision, a παρονομασία in Ep.Phil.3.2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 incision, coupure, tranchée;
2 cavité creusée dans le roc derrière les gradins d'un théâtre creusé à flanc de colline;
3 action de détacher par incision, mutilation, particul. circoncision.
Étymologie: κατατέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατομή -ῆς, ἡ [κατατέμνω] besnijdenis. NT.

German (Pape)

ἡ, das Zerschneiden, Zerhauen, der Einschnitt, Sp. – Auch = καταγραφή, das Profil, Sp. – Im griech. Theater, ein Gang, Poll. 4.123; vgl. bes. Harp. und B.A. 270.21.

Russian (Dvoretsky)

κατατομή:
1 ответвление или рукав (реки) (ποταμοὶ πολλὰς κατατομὰς λαμβάνοντας Plut.);
2 обрезание NT.

Greek (Liddell-Scott)

κατατομή: ἡ, τὸ κατατέμνειν, τὸ τέμνειν ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἐγχάραξις, ἐντομή, αὐλάκιον, λεῖα ἐκπεπονημένα ἄνευ κατατομῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 27· διέζωσται ἡ κωδύα ταῖς κ. τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ μήκωνι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 10· ΙΙ. μέρος θεάτρου, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχ. παρ’ Ἁρποκρ. οἱ Γραμματ. διαφέρονται περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ, πρβλ. Α. Β. 270· «κατατομή· ἡ ὀρχήστρα ἡ νῦν λεγομένη στῖγμα· ἢ μέρος τι τοῦ θεάτρου κατετμήθη ἐπεὶ ἐν ὄρει κατασκεύασται, ἢ κατὰ συμβεβηκὸς ὁ τύπος οὕτω καλεῖται ἢ τὸ νῦν λεγόμενον διάζωμα» Φώτ.· ἴσως ἦτο τὸ σπήλαιον τὸ ἐσκαμμένον ἐν τῷ βράχῳ πρὸς ὑποδοχὴν τρίποδος, ὡς σημειοῖ ὁ Παυσ. (1. 21, 3), ἢ μᾶλλον ἡ ἀνωτάτη σειρὰ τῶν ἑδωλίων τοῦ θεάτρου λελαξευμένη ἐν τῷ βράχῳ, ὅστις ὡς τοῖχος ὑπερέκειτο τῶν κεφαλῶν τῶν ὑποκαθημένων. ΙΙΙ. = καταγραφή, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, ἡ ἐκ πλαγίων ὄψις τῶν προσώπων, Ἡσύχ. IV. κατακοπὴ τῆς σαρκὸς ὑπὸ τῶν Ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀληθῆ περιτομὴν τῶν Ἰουδαίων, παρονομασία ἐν τῇ Ἐπιστ. π. Φιλιππ. γ΄, 2, ὅπου ὁ Θεοφύλακτ. σημειοῖ: «μέγα καὶ τίμιον ἦν ποτε παρὰ Ἰουδαίοις ἡ περιτομή· ἐπεὶ οὖν νῦν ἤργησεν, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ κατατομή· ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔστι νόμιμον τὸ γενόμενον τὴν σάρκα κατατέμνουσι».

English (Strong)

from a compound of κατά and temno (to cut); a cutting down (off), i.e. mutilation (ironically): concision. Compare ἀποκόπτω.

English (Thayer)

κατατομης, ἡ (from κατατέμνω (cf. κατά, III:4) to cut up, mutilate), mutilation (Latin concisio): περιτομή which follows in ἀποκόπτω.

Greek Monolingual

η (AM κατατομή) κατατέμνω
η από τα πλάγια όψη ενὸς προσώπου ή αντικειμένου, το προφίλ, σε αντιδιαστολή προς την κατά πρόσωπο όψη
νεοελλ.
1. (για οικοδόμημα, κόσμημα, σκεύος κ.λπ.) κατακόρυφη τομή που γίνεται για να παρασταθεί το εσωτερικό ή τα μέρη του όλου («κατατομή αεροσκάφους»)
2. τεχνολ. η πραγματοποιούμενη σε κάποιο σώμα κάθετη προς θεωρούμενο άξονα τομή, αλλ. διατομή
3. στρατ. σχεδιάγραμμα που παριστάνει την από κατακόρυφο επίπεδο τομή ενὸς οχυρώματος σε ορισμένο σημείο του
4. φρ. (γεωμ.) α) «επίπεδο κατατομής» — επίπεδο βοηθητικό προβολικό, που είναι κάθετο προς τα δύο προβολικά επίπεδα και επομένως προς τη γραμμή εδάφους
β) «ευθεία κατατομής» — κεκλιμένη ευθεία που κείται στο βοηθητικό επίπεδο κατατομής ή είναι παράλληλη σε αυτό
μσν.
μτφ.
1. τμήμα, κομμάτι
2. η διοικητική διαίρεση, ο τρόπος της διοίκησης
αρχ.
1. τέλεια τομή, αυλακωτή εντομή, δηλ. τομή από τα άνω προς τα κάτω
2. αρχιτ. μέρος του αρχαίου θεάτρου, το διάζωμα ή η ορχήστρα
3. επιφάνεια βράχου ή σκοπέλου
4. ακρωτηριασμός («βλέπετε τὴν κατατομήν
ἡμεῖς γάρ ἐσμεν ἡ περιτομή», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατατομή: ἡ (κατατέμνω), εγχάραξη, τομή, αυλάκι, αντίθ. προς την πραγματική περιτομή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατατομή, ἡ, κατατέμνω
abscission, concision, as opp. to true circumcision, NTest.

Chinese

原文音譯:katatom» 卡他-拖姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-切(著) 相當於: (גָּדַד‎) (גָּדַע‎) (גָּלַח‎)
字義溯源:割去,切割,行割禮;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 行割禮的(1) 腓3:2

Mantoulidis Etymological

(=ἐγχάραξη). Ἀπό τό κατατέμνωκατά + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.