πλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plastikos
|Transliteration C=plastikos
|Beta Code=plastiko/s
|Beta Code=plastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for moulding]], [[plastic]], γῆ… τῶν σωμάτων -ωτάτη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>55e</span>; <b class="b3">αἱ π. τῶν τεχνῶν</b> the arts [[of moulding]] clay, wax, etc., [[plastic]] arts, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span> 679a</span>; ἡ-κή <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>645a13</span>, Phld.<span class="title">Mus.</span>p.91 K., <span class="bibl">Ph.1.34</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span> 2</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of persons, [[gifted in sculpture]], <span class="bibl">Longin.<span class="title">Rh.</span>p.203</span> H.</span>
|Definition=πλαστική, πλαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for moulding]], [[plastic]], γῆ… τῶν σωμάτων -ωτάτη Pl.''Ti.''55e; <b class="b3">αἱ π. τῶν τεχνῶν</b> the arts [[of moulding]] clay, wax, etc., [[plastic]] arts, Id.''Lg.'' 679a; ἡ πλαστική [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''645a13, Phld.''Mus.''p.91 K., Ph.1.34, Luc.''Prom.'' 2, etc.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[gifted in sculpture]], Longin.''Rh.''p.203 H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, sc. [[τέχνη]], die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0625.png Seite 625]] zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de modeler des figures en terre, en cire, <i>etc.</i> ; ἡ πλαστική ([[τέχνη]]) la plastique.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλαστικός''': , -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.
|elnltext=πλαστικός -ή -όν [πλάττω] modelleer-:; ἡ πλαστικὴ τέχνη modelleerkunst Plat. Lg. 679a; περί... τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς aangaande de vorming van embryo’s in de baarmoeder Luc. 27.26; plastisch, vervormbaar, kneedbaar. Plat. Tim. 55e.
}}
{{elru
|elrutext='''πλαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[пластичный]], [[податливый]] (γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[пластический]], [[изобразительный]] (τέχναι Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλαστικός:''' -ή, -όν ([[πλάσσω]]), [[κατάλληλος]] να πλαστεί, [[πλαστικός]], <i>αἱ πλαστικαὶ τέχναι</i>, οι τέχνες της πλαστικής (π.χ. η αγαλματοποιΐα), σε Πλάτ.
|lsmtext='''πλαστικός:''' -ή, -όν ([[πλάσσω]]), [[κατάλληλος]] να πλαστεί, [[πλαστικός]], <i>αἱ πλαστικαὶ τέχναι</i>, οι τέχνες της πλαστικής (π.χ. η αγαλματοποιΐα), σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пластичный]], [[податливый]] (γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[пластический]], [[изобразительный]] (τέχναι Plat.).
|lstext='''πλαστικός''': -ή, -όν, ([[πλάσσω]]) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλαστικός -ή -όν [πλάττω] modelleer-:; ἡ πλαστικὴ τέχνη modelleerkunst Plat. Lg. 679a; περί... τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς aangaande de vorming van embryo’s in de baarmoeder Luc. 27.26; plastisch, vervormbaar, kneedbaar. Plat. Tim. 55e.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλαστικός]], ή, όν [[πλάσσω]]<br />fit for moulding, [[plastic]], αἱ πλ. τέχναι the [[plastic]] arts, Plat.
|mdlsjtxt=[[πλαστικός]], ή, όν [[πλάσσω]]<br />fit for moulding, [[plastic]], αἱ πλ. τέχναι the [[plastic]] arts, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαστῐκός Medium diacritics: πλαστικός Low diacritics: πλαστικός Capitals: ΠΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plastikós Transliteration B: plastikos Transliteration C: plastikos Beta Code: plastiko/s

English (LSJ)

πλαστική, πλαστικόν,
A fit for moulding, plastic, γῆ… τῶν σωμάτων -ωτάτη Pl.Ti.55e; αἱ π. τῶν τεχνῶν the arts of moulding clay, wax, etc., plastic arts, Id.Lg. 679a; ἡ πλαστική Arist.PA645a13, Phld.Mus.p.91 K., Ph.1.34, Luc.Prom. 2, etc.
II of persons, gifted in sculpture, Longin.Rh.p.203 H.

German (Pape)

[Seite 625] zum Bilden gehörig, geschickt, ἡ πλαστική, sc. τέχνη, die Kunst, aus Thon, Gyps, Wachs u. dgl. zu bilden, formen, Bildnerei, Plat. Legg. III, 679 a u. Sp., wie Luc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'art de modeler des figures en terre, en cire, etc. ; ἡ πλαστική (τέχνη) la plastique.
Étymologie: πλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαστικός -ή -όν [πλάττω] modelleer-:; ἡ πλαστικὴ τέχνη modelleerkunst Plat. Lg. 679a; περί... τῆς ἐν ταῖς μήτραις τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς aangaande de vorming van embryo’s in de baarmoeder Luc. 27.26; plastisch, vervormbaar, kneedbaar. Plat. Tim. 55e.

Russian (Dvoretsky)

πλαστικός:
1 пластичный, податливый (γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Plat.);
2 пластический, изобразительный (τέχναι Plat.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλάσσω
(κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» — τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως κύριο συστατικό μια πολυμερή ουσία και είναι δυνατόν να μορφοποιηθούν κατά βούληση με θερμική κατεργασία ή και επιβολή πίεσης, δηλαδή με εφαρμογή τεχνικών, όπως είναι η συμπίεση, η εκβολή, η χύτευση κ.ά., αλλ. πλαστικά
β. «γῆ τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η πλαστική
η τέχνη του πλάστη, η τέχνη του κατασκευαστή ειδωλίων ή αγαλμάτων από κάθε εύπλαστη ύλη και, κυρίως, από κερί ή πηλό
νεοελλ.
1. (κυρίως για πρόσ.) αυτός που έχει αρμονική, αγαλματένια σωματική διάπλαση
2. (το θηλ. ως ουσ. α) (καλ. τεχν.) όρος που χρησιμοποιείται παράλληλα με εκείνον της γλυπτικής για να δηλώσει την τέχνη της δημιουργίας τρισδιάστατων μορφών στον χώρο
β) ιατρ. χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση στο φυσιολογικό της ανατομικής μορφής ή τών φυσιολογικών λειτουργιών ενός μέρους του σώματος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλαστικά
άλλη ονομασία για τις πλαστικές ύλες
4. φρ. α) «πλαστικές τέχνες» — οι εικαστικές ή παραστατικές ή οπτικές τέχνες
β) «πλαστική εκρηκτική ύλη»
(χημ.-τεχνολ.) εκρηκτικό μίγμα αποτελούμενο από τετρανιτρικό πενταερυθρίτη ή από κυλωνίτη, που συνιστούν τη βασική εκρηκτική ύλη του, και από έναν κατάλληλο πλαστικοποιητή, ο οποίος του προσδίδει τη μορφή μαστίχας
γ) «πλαστικά χρώματα»
χημ. χρώματα με βάση τις συνθετικές ρητίνες ή τα ελαστομερή μέσα σε κατάλληλους διαλύτες, τα οποία παρουσιάζουν χρήσιμες ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η προσκολλητικότητά τους, η γρήγορη ξήρανσή τους, η σκληρότητα τους, η ευκαμψία τους, η αντοχή τους κ.λπ. δ) «πλαστικές εικόνες» — ζωντανές αναπαραστάσεις ζωγραφικών πινάκων ή γλυπτών συμπλεγμάτων από άνθρωπο, αλλ. ταμπλό βιβάν
ε) «πλαστική παραμόρφωση»
τεχνολ. φαινόμενο κατά το οποίο η παραμόρφωση ενός σώματος παραμένει και μετά την κατάργηση της δύναμης που τήν προκάλεσε
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει κλίση στην γλυπτική.
επίρρ...
πλαστικώς και -ά, Ν
1. με πλαστικό τρόπο
2. από την άποψη της πλαστικής, δηλ. της γλυπτικής.

Greek Monotonic

πλαστικός: -ή, -όν (πλάσσω), κατάλληλος να πλαστεί, πλαστικός, αἱ πλαστικαὶ τέχναι, οι τέχνες της πλαστικής (π.χ. η αγαλματοποιΐα), σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλαστικός: -ή, -όν, (πλάσσω) ὁ δυνάμενος νὰ πλασθῇ, γῆ... τῶν σωμάτων πλαστικωτάτη Πλάτ. Τίμ. 55Ε, ἔνθα ἴδε Stallb.· ― αἱ πλ. τέχναι, αἱ τέχναι τοῦ πλάττειν τὸν πηλόν, κηρόν, κλπ., Πλάτ. Νόμ. 679Α· οὕτω, ἡ πλαστικὴ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Λουκ. Προμ. 2, κτλ.

Middle Liddell

πλαστικός, ή, όν πλάσσω
fit for moulding, plastic, αἱ πλ. τέχναι the plastic arts, Plat.