συγκυρία: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkyria
|Transliteration C=sygkyria
|Beta Code=sugkuri/a
|Beta Code=sugkuri/a
|Definition=ἡ, = [[συγκύρησις]] ([[concurrence]], [[coincidence]], [[conjuncture]]), τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης [[chance]] annoyances, Hp. ''Hum.'' 9 ; διὰ συγκυρίην Id. ''VM'' 10 ; κατὰ συγκυρίαν Ev. Luc. 10.31, Eust. 376.12.
|Definition=ἡ, = [[συγκύρησις]] ([[concurrence]], [[coincidence]], [[conjuncture]]), τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης [[chance]] [[annoyance]]s, Hp. ''Hum.'' 9 ; διὰ συγκυρίην Id. ''VM'' 10 ; [[κατὰ συγκυρίαν]] = [[by chance]] Ev. Luc. 10.31, Eust. 376.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ἡ, seltene Form für [[συγκύρησις]], N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] ἡ, seltene Form für [[συγκύρησις]], [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.<br />'''Étymologie:''' [[συγκυρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[rencontre fortuite]], [[accident]], [[coïncidence]], [[événement]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκυρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγκυρία -ας, ἡ, Ion. συγκυρίη [συγκυρέω] toeval, toevalligheid:. δι’ ἄλλην τινὰ συγκυρίην door een ander toeval Hp. VM 10; κατὰ συγκυρίαν bij toeval NT Luc. 10.31.
|elnltext=συγκυρία -ας, ἡ, Ion. συγκυρίη [συγκυρέω] [[toeval]], [[toevalligheid]]:. δι’ ἄλλην τινὰ συγκυρίην door een ander toeval Hp. VM 10; κατὰ συγκυρίαν bij toeval NT Luc. 10.31.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκῠρία:''' ἡ случай, случайность: κατὰ συγκυρίαν NT случайно.
|elrutext='''συγκῠρία:''' ἡ [[случай]], [[случайность]]: [[κατὰ συγκυρίαν]] NT [[случайно]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to [[happen]], [[turn]] [[out]]), [[accident]], [[chance]]: [[κατά]] συγκυρίαν, by [[chance]], [[accidentally]], [[Hippocrates]]; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from [[Polybius]] [[down]] [[more]] [[common]] [[use]] συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).)
|txtha=συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to [[happen]], [[turn]] [[out]]), [[accident]], [[chance]]: [[κατά]] συγκυρίαν, by [[chance]], [[accidentally]], [[Hippocrates]]; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from [[Polybius]] down [[more]] [[common]] [[use]] συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 42: Line 42:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sugkur⋯a 尋-去里阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-認可<br />'''字義溯源''':偶然發生,偶然,相合;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[κύπτω]])X*=發生)組成,其中 ([[κύπτω]])X*出自([[κύριος]])=主,主宰),而 ([[κύριος]])出自([[κυριότης]])X*=至高)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 偶然(1) 路10:31
|sngr='''原文音譯''':sugkur⋯a 尋-去里阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-認可<br />'''字義溯源''':偶然發生,偶然,相合;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[κύπτω]])X*=發生)組成,其中 ([[κύπτω]])X*出自([[κύριος]])=主,主宰),而 ([[κύριος]])出自([[κυριότης]])X*=至高)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 偶然(1) 路10:31
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σύμπτωση]]). Ἀπό τό [[συγκυρέω]] (=[[συμπίπτω]], [[ἀνταμώνω]]) → σύν + [[κυρέω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 25 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠρία Medium diacritics: συγκυρία Low diacritics: συγκυρία Capitals: ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Transliteration A: synkyría Transliteration B: synkyria Transliteration C: sygkyria Beta Code: sugkuri/a

English (LSJ)

ἡ, = συγκύρησις (concurrence, coincidence, conjuncture), τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης chance annoyances, Hp. Hum. 9 ; διὰ συγκυρίην Id. VM 10 ; κατὰ συγκυρίαν = by chance Ev. Luc. 10.31, Eust. 376.12.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, seltene Form für συγκύρησις, N.T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.
Étymologie: συγκυρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκυρία -ας, ἡ, Ion. συγκυρίη [συγκυρέω] toeval, toevalligheid:. δι’ ἄλλην τινὰ συγκυρίην door een ander toeval Hp. VM 10; κατὰ συγκυρίαν bij toeval NT Luc. 10.31.

Russian (Dvoretsky)

συγκῠρία:случай, случайность: κατὰ συγκυρίαν NT случайно.

English (Strong)

from a comparative of σύν and kureo (to light or happen; from the base of κύριος); concurrence, i.e. accident: chance.

English (Thayer)

συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to happen, turn out), accident, chance: κατά συγκυρίαν, by chance, accidentally, Hippocrates; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from Polybius down more common use συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)]
1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία
2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» — κατά τύχη, τυχαία
νεοελλ.
φρ. «οικονομική συγκυρία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την κατάσταση μιας οικονομίας και, γενικότερα, το σύνολο τών μη εποχικών περιστάσεων οι οποίες ισχύουν σε μια δεδομένη φάση του οικονομικού κύκλου και με τη μελέτη τών οποίων επιδιώκεται η πρόβλεψη τών οικονομικών εξελίξεων.

Greek Monotonic

συγκῠρία: ἡ, σύμπωση· κατὰ συγκυρίαν, κατά τύχη, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠρία: ἡ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.

Middle Liddell

συγκῠρία, ἡ, [from συγκῠρέω]
coincidence, κατὰ συγκυρίαν by chance, NTest.

Chinese

原文音譯:sugkur⋯a 尋-去里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-認可
字義溯源:偶然發生,偶然,相合;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κύπτω)X*=發生)組成,其中 (κύπτω)X*出自(κύριος)=主,主宰),而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 偶然(1) 路10:31

Mantoulidis Etymological

(=σύμπτωση). Ἀπό τό συγκυρέω (=συμπίπτω, ἀνταμώνω) → σύν + κυρέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.