τριόρχης: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triorchis | |Transliteration C=triorchis | ||
|Beta Code=trio/rxhs | |Beta Code=trio/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=τριόρχου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[with three testicles]]: metaph., [[very lecherous]], Timae.145.<br><span class="bld">II</span> a kind of hawk, perhaps [[buzzard]], [[Buteo vulgaris]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1181, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 592b3, 609a24, 620a17, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.8.7; τριόρχας αἰετούς Lyc. 148; <b class="b3">παῖδες τ.</b> (with pun on [[ὀρχέομαι]]) Ar.''V.''1534 cod. B (-οις codd. RV) (lyr.); v. [[τρίορχος]].<br><span class="bld">III</span> = [[κενταυρίς]] ''1'', Plin.''HN''25.69 (where [[triorchis]], mistranslating [[Theophrastus|Thphr.]] l. c.).<br><span class="bld">2</span> = [[σεραπιάς]], Aët.15.13, Paul. Aeg.4.25. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τριόρχης -ου, ὁ, ook τρίορχος -ου, ὁ buizerd (vogel). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ,<br><b class="num">1</b> = [[τρίορχος]] 1); Ar. <i>Av</i>. 1177, <i>Vesp</i>. 1531; Arist. <i>H.A</i>. 8.3, 9.36, zu den ἱέρακες [[gehörig]].<br><b class="num">2</b> <i>dreihodig</i>, dah. <i>sehr geil</i>, Pol. 12.15.2. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> ( | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] όρχεις, ο [[λάγνος]], ο [[ασυγκράτητος]] σεξουαλικά<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[κενταυρίς]]<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[σεραπιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]], [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ης</i> ([[πρβλ]]. [[ἔνορχης]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. [[ὄρχις]] και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:40, 2 November 2024
English (LSJ)
τριόρχου, ὁ,
A with three testicles: metaph., very lecherous, Timae.145.
II a kind of hawk, perhaps buzzard, Buteo vulgaris, Ar.Av.1181, cf. Arist.HA 592b3, 609a24, 620a17, Thphr. HP 9.8.7; τριόρχας αἰετούς Lyc. 148; παῖδες τ. (with pun on ὀρχέομαι) Ar.V.1534 cod. B (-οις codd. RV) (lyr.); v. τρίορχος.
III = κενταυρίς 1, Plin.HN25.69 (where triorchis, mistranslating Thphr. l. c.).
2 = σεραπιάς, Aët.15.13, Paul. Aeg.4.25.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de faucon, oiseau.
Étymologie: τρεῖς, ὄρχις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριόρχης -ου, ὁ, ook τρίορχος -ου, ὁ buizerd (vogel).
German (Pape)
ὁ,
1 = τρίορχος 1); Ar. Av. 1177, Vesp. 1531; Arist. H.A. 8.3, 9.36, zu den ἱέρακες gehörig.
2 dreihodig, dah. sehr geil, Pol. 12.15.2.
Russian (Dvoretsky)
τρῐόρχης: ου adj. m ὄρχις похотливый Polyb.
τριόρχης: ου ὁ предполож. сарыч (Falco buteo) Arph., Arst.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά
2. ονομασία αρπακτικού πτηνού
3. ονομασία του φυτού κενταυρίς
4. ονομασία του φυτού σεραπιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε -ης (πρβλ. ἔνορχης). Κατ' άλλη άποψη, όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. ὄρχις και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].
Greek Monotonic
τριόρχης: -ου, ὁ (ὄρχις), αυτός που έχει τρεις όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο γύπας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τριόρχης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τρεῖς ὄρχεις· μεταφορ. λίαν ἀσελγής, λάγνος, Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. εἶδος ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, ἴσως Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε τρίορχος. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ κενταυρίς, Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68.
Middle Liddell
τρι-όρχης, ου, ὁ, ὄρχις
a kind of hawk, perhaps the buzzard, Ar.
Frisk Etymology German
τριόρχης: {triórkhēs}
Forms: auch -ος
Grammar: m..
Meaning: N. einer Falkenart, viell. Mäusefalke, Buteo vulgaris (Semon., Ar., Arist., Thphr. usw.).
Etymology: Wahrscheinlich Fremdwort, an τρι- und ὄρχις angelehnt mit Umbildung des Hinterglieds, vgl. ἔνορχος und ἐνόρχης (s. ὄρχις), auch δεσπότης. Eine Anspielung auf die volksetymologische Bed. dreihodig = sehr geil bei Timae. 145 (Plb. 12, 15, 2). Einzelheiten bei Thompson Birds s.v.
Page 2,932-933